κόθουρος: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
(5)
(3)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κόθουρος:''' -ον, λέγεται για τους κηφήνες, [[κολοβός]], δηλ. [[χωρίς]] [[κεντρί]], σε Ηρόδ. (Πιθ. από το [[κοθώ]], <i>-οῦς</i>, <i>ἡ</i>, αρχαία [[λέξη]] αντί για [[βλάβη]] και το [[οὐρά]], η [[ουρά]]).
|lsmtext='''κόθουρος:''' -ον, λέγεται για τους κηφήνες, [[κολοβός]], δηλ. [[χωρίς]] [[κεντρί]], σε Ηρόδ. (Πιθ. από το [[κοθώ]], <i>-οῦς</i>, <i>ἡ</i>, αρχαία [[λέξη]] αντί για [[βλάβη]] και το [[οὐρά]], η [[ουρά]]).
}}
{{elru
|elrutext='''κόθουρος:''' [*[[κοθώ]] «ущерб»] досл. короткохвостый, куцый, перен. лишенный жала (κηφῆνες Hes.).
}}
}}

Revision as of 23:04, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

κόθουρος: -ον, ἐπὶ τῶν κηφήνων, κολοβός, ἄνευ οὐρᾶς, δηλ. μὴ ἔχων κέντρον Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμέρ. 302· ― περὶ τοῦ κοθοῦρις ἴδε ἐν λέξ. κόλουρος. (Ὁ Ἡσύχ. ἔχει κοθώ, οῦς, ἡ, = βλάβη, ὥστελέξις φαίνεται σύνθετος ἐκ τῶν κοθώ, οὐρά.)

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à queue écourtée (ép. du faux bourdon).
Étymologie: κοθώ, cf. κορθώ, skr. krdhú- « écourté », et οὐρά.
Par. κόλουρος.

Greek Monolingual

κόθουρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει κομμένη ουρά, κολοβός
2. (για τους κηφήνες) αυτός που δεν έχει κεντρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη < κοθώ + -ουρος (< οὐρά) κατά το κόλ-ουρος. Το α' συνθετικό κοθώ είναι γλώσσα του Ησυχίου, ερμηνεύεται ως βλάβη και είναι άγνωστης ετυμολ. Κατ' άλλη άποψη, κόθ-ουρος < κόρθ-ουρος με α' συνθετικό τη γλώσσα του Ησυχίου κορθώ
βλάβη. Στην περίπτωση αυτή, το κοθώ θα θεωρηθεί υποχωρητ. σχηματισμένο από το κόθ- του κόθ-ουρος κατά το κοθρώ. Το τελευταίο πιθ. να συνδέεται με το αρχ. ινδ. krdhu- «κολοβός, ακρωτηριασμένος» ή με το κορθύω «ανυψώνω»].

Greek Monotonic

κόθουρος: -ον, λέγεται για τους κηφήνες, κολοβός, δηλ. χωρίς κεντρί, σε Ηρόδ. (Πιθ. από το κοθώ, -οῦς, , αρχαία λέξη αντί για βλάβη και το οὐρά, η ουρά).

Russian (Dvoretsky)

κόθουρος: [*κοθώ «ущерб»] досл. короткохвостый, куцый, перен. лишенный жала (κηφῆνες Hes.).