κωτίλλω: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
(nl)
(3)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κωτίλλω [~ κωτίλος] Dor. ptc. κωτίλλοισα, babbelen, kletsen:; παύσασθ ’... ἀνάνυτα κωτίλλοισαι dames, houdt op met uw eindeloos gebabbel Theocr. Id. 15.87; met acc. vleien:. μὴ κώτιλλέ με probeer mij niet om te praten Soph. Ant. 756.
|elnltext=κωτίλλω [~ κωτίλος] Dor. ptc. κωτίλλοισα, babbelen, kletsen:; παύσασθ ’... ἀνάνυτα κωτίλλοισαι dames, houdt op met uw eindeloos gebabbel Theocr. Id. 15.87; met acc. vleien:. μὴ κώτιλλέ με probeer mij niet om te praten Soph. Ant. 756.
}}
{{elru
|elrutext='''κωτίλλω:''' <b class="num">1)</b> болтать, лепетать, щебетать (αἱμύλα Hes.; [[ἀνάνυτα]] Theocr.);<br /><b class="num">2)</b> утомлять болтовней, морочить словами (τινά Soph.).
}}
}}

Revision as of 23:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωτίλλω Medium diacritics: κωτίλλω Low diacritics: κωτίλλω Capitals: ΚΩΤΙΛΛΩ
Transliteration A: kōtíllō Transliteration B: kōtillō Transliteration C: kotillo Beta Code: kwti/llw

English (LSJ)

only pres.,

   A prattle, chatter, usu. with collat. notion of coaxing, wheedling, αἱμύλα κωτίλλουσα Hes.Op.374; μαλθακὰ κ. Thgn.852; ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν Phoc.11; ἀνάνυτα κ. Theoc.15.87; ἑλικτὰ ἔπη Lyc.1466; κ. καὶ λιγαίνειν, of a speech in court, to be lively, tripping, D.H.Dem.44.    II trans., cajole, beguile with fair words, εὖ κώτιλλε τὸν ἐχθρόν Thgn.363; μὴ κώτιλλέ με tease me not by prating, S.Ant.756; τοιαῦτα κωτίλλουσα τὴν ἀχαΐνην Babr.95.87.

German (Pape)

[Seite 1547] schwatzen, plaudern, mit dem Nebenbegriffe des Schmeichelns, kosen; αἱμύλα κωτίλλειν, von den Schmeichelreden eines buhlerischen Weibes, Hes. O. 376; μαλθακὰ κωτίλλειν, glatte Worte plaudern, Theogn. 850; ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν Phocyl. bei Ath. X, 428 b; ἑλικτὰ κωτίλλουσ' ἔπη Lycophr. 1466; ἀνήνυτα Theocr. 15, 87; καὶ λιγαίνειν D. Hal. de vi Dem. 44; – τινά, beschwatzen, durch Geschwätz betrügen, εὖ κώτιλλε τὸν ἐχθρόν, geschickt beschwatzte er den Feind, Theogn. 363; – μὴ κώτιλλέ με, belästige mich nicht mit deinem Geschwätz, Soph. Ant. 752.

Greek (Liddell-Scott)

κωτίλλω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., φλυαρῶ, πολλὰ λέγω, ἀδολεσχῶ, Λατ. garrire, κατὰ τὸ πλεῖστον μετὰ τῆς παραλλήλου σημασίας τοῦ κολακεύειν, περιποιεῖσθαι διὰ λόγων, αἱμύλα κωτίλλειν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 372· μαλθακὰ κ. Θέογν. 850· ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν Φωκυλ. 11· οὕτως, ἀνάνυτα κ. Θεοκρ. 15. 87· ἑλικτὰ ἔπη Λυκ. 1466· τοιαῦτα Βαβρ. 101. 87· τὸν ἐν δικαστηρίοις λόγον Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 44· κώτιλλε Ἑλλάδιος ἐν Φωτ. Βιβλ. 531. 34. ΙΙ. μεταφ., ἐξαπατῶ διὰ καλῶν ἢ κολακευτικῶν λόγων, εὖ κώτιλλε τὸν ἐχθρὸν Θέογν. 363· μὴ κώτιλλέ με, μή με δελέαζε διὰ κολακειῶν, Σοφ. Ἀντ. 756.

French (Bailly abrégé)

I. jaser, babiller;
II. 1 amuser par son babil, cajoler, séduire, acc.;
2 fatiguer de son bavardage, acc..
Étymologie: κωτίλος.

Greek Monolingual

κωτίλλω (AM) κωτίλος
φλυαρώ με κολακευτικά και τρυφερά λόγια («ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν», Φωκυλ.)
αρχ.
μτφ. εξαπατώ κάποιον λέγοντας πολλά αρεστά και κολακευτικά λόγια («γυναικὸς ὢν δούλευμα μὴ κώτιλλέ με», Σοφ.).

Greek Monotonic

κωτίλλω: μόνο στον ενεστ.,
I. φλυαρώ, αδολεσχώ, Λατ. garrire, κυρίως με σημασία κολακείας, σε Ησίοδ., Θέογν. κ.λπ.
II. μτβ., συζητώ, καλοπιάνω, προσπαθώ να κολακεύσω, σε Θέογν., Σοφ. (άγν. προέλ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κωτίλλω [~ κωτίλος] Dor. ptc. κωτίλλοισα, babbelen, kletsen:; παύσασθ ’... ἀνάνυτα κωτίλλοισαι dames, houdt op met uw eindeloos gebabbel Theocr. Id. 15.87; met acc. vleien:. μὴ κώτιλλέ με probeer mij niet om te praten Soph. Ant. 756.

Russian (Dvoretsky)

κωτίλλω: 1) болтать, лепетать, щебетать (αἱμύλα Hes.; ἀνάνυτα Theocr.);
2) утомлять болтовней, морочить словами (τινά Soph.).