λακίζω: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λᾰκίζω:''' [[σπαράζω]] στο [[κλάμα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''λᾰκίζω:''' [[σπαράζω]] στο [[κλάμα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''λακίζω:''' рвать на части, разрывать, растерзывать (χαλκῷ τι, κόμας καρήνου Anth.).
}}
}}

Revision as of 23:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰκίζω Medium diacritics: λακίζω Low diacritics: λακίζω Capitals: ΛΑΚΙΖΩ
Transliteration A: lakízō Transliteration B: lakizō Transliteration C: lakizo Beta Code: laki/zw

English (LSJ)

   A tear, Lyc.1113, AP9.117 (Stat. Flacc.):—Pass., ib.4.3b. 14 (Agath.); λακισθεὶς ὑπὸ λύκων MAMA1.286 (Phrygia).    2 split, καλάμους POxy.326 (i A. D., λακήσῃ Pap.).    II = θωπεύω (s. v.l.), Hsch.

German (Pape)

[Seite 8] zerreißen, zersetzen, Agath. prooem. 60 (IV, 3); ἐν φοναῖς δέμας, Lycophr. 1113, Schol. σχίζειν, ἀφανίζειν. – Nach Hesych. auch = θω πεύω; – λακιστός, zerrissen, Antiphan. bei Ath. VII, 303 f; Luc. Piscat. 2.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰκίζω: σπαράττω, Λυκόφρ. 1113, Ἀνθ. Π. 4. 3, 60. - Παθ., ἐπὶ πλοίου, Ἐπιφάν. ΙΙ. = θωπεύω, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

déchirer.
Étymologie: λακίς.

Greek Monolingual

λακίζω) λακίς
νεοελλ.
τρέπομαι σε φυγή, λακώ, γλακώ
αρχ.
1. σπαράζω, ξεσχίζω («λακισθεὶς ὑπὸ λύκων», επιγρ.)
2. σκίζω
3. σπάζω
4. καταστρέφω
5. (κατά τον Ησύχ.) πιθ. «θωπεύω».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. λακίζω από μεταπλασμό του τ. λακώ].

Greek Monotonic

λᾰκίζω: σπαράζω στο κλάμα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λακίζω: рвать на части, разрывать, растерзывать (χαλκῷ τι, κόμας καρήνου Anth.).