λευκήρης: Difference between revisions

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λευκήρης:''' -ες (ἄρω), [[λευκός]], ξασπρισμένος, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''λευκήρης:''' -ες (ἄρω), [[λευκός]], ξασπρισμένος, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''λευκήρης:''' белый, седой ([[θρίξ]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 23:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκήρης Medium diacritics: λευκήρης Low diacritics: λευκήρης Capitals: ΛΕΥΚΗΡΗΣ
Transliteration A: leukḗrēs Transliteration B: leukērēs Transliteration C: lefkiris Beta Code: leukh/rhs

English (LSJ)

ες,

   A white, blanched, θρίξ A.Pers.1056, dub. in PFay.2 iii 32 (Lyr., ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 33] weiß gefugt, übh. weiß, θρίξ Aesch. Pers. 1013.

Greek (Liddell-Scott)

λευκήρης: -ες, λευκός, λελευκασμένος, θρὶξ Αἰσχύλ. Πέρσ. 1056.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
blanc.
Étymologie: λευκός, ἄρω.

Greek Monolingual

λευκήρης, -ες (Α)
λευκός, άσπρος («γενείου λευκήρη τρίχα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + επίθημα -ήρης (< ἀραρίσκω «συνδέω»). Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. κωπ-ήρης, ποδ-ήρης)].

Greek Monotonic

λευκήρης: -ες (ἄρω), λευκός, ξασπρισμένος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

λευκήρης: белый, седой (θρίξ Aesch.).