ληϊστήρ: Difference between revisions
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ληϊστήρ:''' -ῆρος, ὁ, Επικ. [[τύπος]] του [[λῃστής]], [[κλέφτης]], [[ιδίως]], [[πειρατής]], [[κουρσάρος]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ληϊστήρ:''' -ῆρος, ὁ, Επικ. [[τύπος]] του [[λῃστής]], [[κλέφτης]], [[ιδίως]], [[πειρατής]], [[κουρσάρος]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ληϊστήρ:''' ῆρος ὁ разбойник, грабитель Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:29, 31 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A v. λῃστήρ.
German (Pape)
[Seite 39] ῆρος, ὁ, der Beutemacher, Plünderer, Räuber, wie λῃστής, Od. 3, 72 u. öfter; auch sp. D.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui fait du butin, pillard.
Étymologie: ληΐζομαι.
Greek Monolingual
ληϊστήρ, -ῆρος, ὁ (Α) βλ. ληστήρ.
Greek Monotonic
ληϊστήρ: -ῆρος, ὁ, Επικ. τύπος του λῃστής, κλέφτης, ιδίως, πειρατής, κουρσάρος, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ληϊστήρ: ῆρος ὁ разбойник, грабитель Hom.