λωφάω: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λωφάω:''' μέλ. <i>λωφήσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> ξεκουράζομαι από τον κάματο, αναπαύομαι, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., αναπαύομαι, [[ησυχάζω]] από..., [[αναρρώνω]] από..., [[συνέρχομαι]] από..., ανακουφίζομαι από..., <i>χόλου</i>, σε Αισχύλ.· <i>πόνου</i>, σε Σοφ.· [[λωφάω]] ἀπὸ νόσου καὶ πολέμου, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[εξασθενώ]], καταπραΰνομαι, λέγεται για νόσο, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[ανακουφίζω]], [[ελαφρύνω]], <i>ὁ λωφήσων γὰρ οὐ πέφυκέ πω</i>, σε Αισχύλ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''λωφάω:''' μέλ. <i>λωφήσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> ξεκουράζομαι από τον κάματο, αναπαύομαι, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., αναπαύομαι, [[ησυχάζω]] από..., [[αναρρώνω]] από..., [[συνέρχομαι]] από..., ανακουφίζομαι από..., <i>χόλου</i>, σε Αισχύλ.· <i>πόνου</i>, σε Σοφ.· [[λωφάω]] ἀπὸ νόσου καὶ πολέμου, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[εξασθενώ]], καταπραΰνομαι, λέγεται για νόσο, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[ανακουφίζω]], [[ελαφρύνω]], <i>ὁ λωφήσων γὰρ οὐ πέφυκέ πω</i>, σε Αισχύλ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''λωφάω:''' <b class="num">1)</b> успокаиваться, униматься ([[ὅδε]] - sc. ποταμὸς - [[τάχα]] λωφήσει Hom.; ὁ χειμὼν ἐλώφησε Plut.);<br /><b class="num">2)</b> приходить в себя, отдыхать, оправляться (χόλου, πόθου Aesch.; ὀδύνης Plat.; ἀπὸ νόσου καὶ πολέμου Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> успокаивать, избавлять от страданий: ὁ λωφήσων Aesch. (грядущий) избавитель.
}}
}}

Revision as of 23:41, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λωφάω Medium diacritics: λωφάω Low diacritics: λωφάω Capitals: ΛΩΦΑΩ
Transliteration A: lōpháō Transliteration B: lōphaō Transliteration C: lofao Beta Code: lwfa/w

English (LSJ)

   A rest, give over, ὅδε μὲν τάχα λωφήσει Il.21.292; εἰ λωφήσω τρεῖς ὥρας dub. in Phld.Herc.1251.18.    2 c. gen. (cf. καταλωφάω), take rest or abate from, recover from, χόλου, πόθου, A.Pr. 378, 654; πόνου S.Aj.61; τῆς ὀδύνης Pl.Phdr.251 c; φιλοτιμίας λελωφηκυῖαν Id.R.620c; so λ. ἀπὸ νόσου καὶ πολέμου Th.6.12.    3 c. part., cease to do, πρήσων A.R.4.819, cf. AP5.187 (Leon.).    4 abate, of pain, Hp.Int.49; of a disease, Th.2.49, Pl.Lg.854c; of misfortunes, Th.7.77; of wind, Arist.Mete.362a7; of the sea, Id.Pr. 934b15; ὅταν λωφήσωσιν οἱ λίθοι X.An.4.7.6.    II trans., lighten, relieve, ὁ λωφήσων γὰρ οὐ πέφυκέ πω A.Pr.27: c. gen., ἀχέων λωφήσετε θυμόν relieve your mind from pains, Emp.145.2.

Greek (Liddell-Scott)

λωφάω: μέλλ. -ήσω, παύομαι, λήγω, ὅδε μὲν τάχα λωφήσει Ἰλ. Φ. 292. 2) μετὰ γεν. (πρβλ. καταλωφάω), ἀναπαύομαι, ἡσυχάζω ἀπό..., τῆς νούσου Ἱππ. 559. 29· χόλου, πόθου Αἰσχύλ. Πρ. 376, 654· πόνου Σοφ. Αἴ. 61· τῆς ὀδύνης Πλάτ. Φαῖδρ. 251D· φιλοτιμίας ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 620C· οὕτω, λ. ἀπὸ νόσου καὶ πολέμου Θουκ. 6. 12. 3) μετὰ μετοχ., παύομαι πράττων τι, πρήσσων Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 819, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 188. 1) καταπίπτω, καταπραΰνομαι, ἐπὶ νόσου, Θουκ. 2. 49, πρβλ. 7. 77, Πλάτ. Νόμ. 854C· ἐπὶ ἀνέμου, κοπάζω, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1627, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 7· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 23. 29. ΙΙ. μεταβ., ἀνακουφίζω, ἐλαφρύνω, ὁ λωφήσων γὰρ οὐ πέφυκέ πω Αἰσχύλ. Πρ. 27· μετὰ γεν., οὔποτε δειλαίων ἀχέων λωφήσετε θυμὸν Ἐμπεδ. 456. (Κατὰ τοὺς γραμματικ. συγγενὲς τῷ λόφος, τράχηλος, καὶ μεταφορ., ἐκ τῶν ὑποζυγίων κτηνῶν, ἀπὸ τοῦ τραχήλου τὸ ἄχθος ἀποθέσθαι Ἡσύχ.).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. ἐλώφησα, pf. λελώφηκα;
litt. remuer le cou en tous sens en parl. d’une bête de somme qu’on vient de dételer), d’où
I. intr. 1 se reposer : ἀπὸ νόσου καὶ πολέμου THC d’une maladie et d’une guerre;
2 se relâcher, cesser : χόλου ESCHL, πόθου ESCHL cesser d’être irrité, de désirer;
II. tr. soulager, calmer, apaiser : ὁ λωφήσων ESCHL celui qui soulagera, le consolateur, le libérateur futur.
Étymologie: λόφος.

English (Autenrieth)

fut. λωφήσει, aor. opt. λωφήσειε: rest from, cease from, retire, Od. 9.460, Il. 21.292.

Greek Monotonic

λωφάω: μέλ. λωφήσω,
I. 1. ξεκουράζομαι από τον κάματο, αναπαύομαι, σε Ομήρ. Ιλ.
2. με γεν., αναπαύομαι, ησυχάζω από..., αναρρώνω από..., συνέρχομαι από..., ανακουφίζομαι από..., χόλου, σε Αισχύλ.· πόνου, σε Σοφ.· λωφάω ἀπὸ νόσου καὶ πολέμου, σε Θουκ.
3. εξασθενώ, καταπραΰνομαι, λέγεται για νόσο, στον ίδ.
II. μτβ., ανακουφίζω, ελαφρύνω, ὁ λωφήσων γὰρ οὐ πέφυκέ πω, σε Αισχύλ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

λωφάω: 1) успокаиваться, униматься (ὅδε - sc. ποταμὸς - τάχα λωφήσει Hom.; ὁ χειμὼν ἐλώφησε Plut.);
2) приходить в себя, отдыхать, оправляться (χόλου, πόθου Aesch.; ὀδύνης Plat.; ἀπὸ νόσου καὶ πολέμου Thuc.);
3) успокаивать, избавлять от страданий: ὁ λωφήσων Aesch. (грядущий) избавитель.