μελλονικιάω: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελλονῑκιάω:''' [[αναβάλλω]] την [[κατάκτηση]], την [[νίκη]]· [[λογοπαίγνιο]] με το όνομα [[Νικίας]], το όνομα του Αθηναίου στρατηγού, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''μελλονῑκιάω:''' [[αναβάλλω]] την [[κατάκτηση]], την [[νίκη]]· [[λογοπαίγνιο]] με το όνομα [[Νικίας]], το όνομα του Αθηναίου στρατηγού, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''μελλονῑκιάω:''' [[Νικίας]] шутл. медлить с победой (как Никий): οὐχὶ νυστάζειν οὐδὲ μ. Arph. не дремать и не тянуть как Никий.
}}
}}

Revision as of 23:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελλονῑκιάω Medium diacritics: μελλονικιάω Low diacritics: μελλονικιάω Capitals: ΜΕΛΛΟΝΙΚΙΑΩ
Transliteration A: mellonikiáō Transliteration B: mellonikiaō Transliteration C: mellonikiao Beta Code: mellonikia/w

English (LSJ)

   A delay victory, with a play on the name of Νικίας, the Athenian Cunctator, Ar.Av.640.

German (Pape)

[Seite 125] komisches Wort, mit Anspielung auf den Feldherrn Nikias, der sich dem Feldzuge gegen Sicilien widersetzte, zaudern zu siegen, Ar. Av. 639.

Greek (Liddell-Scott)

μελλονῑκιάω: μέλλω νὰ νικήσω μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ ὀνόματος τοῦ Νικίου, «ὅτι βραδὺς ἦν περὶ τὰς ὀξόδους καὶ ὡς οἱ διαβάλλοντες, οὐχὶ προνοητικὸς ἦν, ἀλλὰ μελλητὴς» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 639.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
remettre pour vaincre (avec jeu de mot sur le nom du général Nicias, qui temporisait toujours).
Étymologie: μέλλω, νίκη-Νικίας.

Greek Monotonic

μελλονῑκιάω: αναβάλλω την κατάκτηση, την νίκη· λογοπαίγνιο με το όνομα Νικίας, το όνομα του Αθηναίου στρατηγού, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

μελλονῑκιάω: Νικίας шутл. медлить с победой (как Никий): οὐχὶ νυστάζειν οὐδὲ μ. Arph. не дремать и не тянуть как Никий.