μελάνδετος: Difference between revisions
καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μελάνδετος:''' -ον, αυτός που έχει μαύρο [[δέσιμο]] ([[σκελετό]]) ή [[λαβή]], λέγεται για [[ξίφη]] σε μαύρα θηκάρια, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· [[σάκος]] μελάνδετον, [[ασπίδα]] με σιδερένιο [[σκελετό]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''μελάνδετος:''' -ον, αυτός που έχει μαύρο [[δέσιμο]] ([[σκελετό]]) ή [[λαβή]], λέγεται για [[ξίφη]] σε μαύρα θηκάρια, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· [[σάκος]] μελάνδετον, [[ασπίδα]] με σιδερένιο [[σκελετό]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μελάνδετος:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> с черной перевязью или в черных ножнах ([[φάσγανον]] Hom.; [[ξίφος]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> с черной каймой, в черной оправе ([[σάκος]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A bound or mounted with black, φάσγανα καλὰ μελάνδετα Il.15.713; μ. ξίφος with iron scabbard, E.Ph.1091; σάκος μ. iron-rimmed shield, A.Th.43; but μελάνδετον φόνῳ ξίφος E.Or.821 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 119] schwarz gebunden, schwarz umwunden od. eingefaßt, φάσγανον, Il. 15, 713, was man erkl. »in das eiserne Gefäß wohl eingefügt«, wie ξίφος, Eur. Or. 819 Phoen. 1098; σάκος, ein Schild mit einem eisernen Rande, Aesch. Spt. 43.
Greek (Liddell-Scott)
μελάνδετος: -ον, σιδηρόδετος, φάσγανα καλά, μελάνδετα, κατὰ τὴν ἀρίστην ἑρμηνείαν, νοεῖται ἐπὶ τοῦ σιδηροῦ κολεοῦ, Ἰλ. Ο. 713˙ οὕτω, μ. ξίφος Εὐρ. Φοίν. 1091˙ σάκος μ., ἀσπὶς ἔχουσα γῦρον σιδηροῦν, Αἰσχύλ. Θήβ. 43˙ ἀλλὰ μελάνδετον φόνῳ ξίφος Εὐρ. Ὀρ. 821.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont les attaches ou la monture sont noires.
Étymologie: μέλας, δέω.
English (Autenrieth)
(δέω): black-bound or mounted, i. e. with dark hilt or scabbard, Il. 15.713†.
Greek Monolingual
μελάνδετος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρο δέσιμο ή μαύρη λαβή («μελάνδετον... ξίφος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + δετός (< δέω «δένω»].
Greek Monotonic
μελάνδετος: -ον, αυτός που έχει μαύρο δέσιμο (σκελετό) ή λαβή, λέγεται για ξίφη σε μαύρα θηκάρια, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· σάκος μελάνδετον, ασπίδα με σιδερένιο σκελετό, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
μελάνδετος: (ᾰ)
1) с черной перевязью или в черных ножнах (φάσγανον Hom.; ξίφος Eur.);
2) с черной каймой, в черной оправе (σάκος Aesch.).