μελλητικός: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(24)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελλητικός]], -ή, -όν (Α) [[μελλητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τάση]] να καθυστερεί, [[βραδύς]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μελλητικόν</i><br />[[καρτερία]], [[υπομονή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μελλητικῶς</i> (Α)<br /><b>1.</b> με ενδοιασμό, με δισταγμό<br /><b>2.</b> στο [[μέλλον]].
|mltxt=[[μελλητικός]], -ή, -όν (Α) [[μελλητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τάση]] να καθυστερεί, [[βραδύς]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μελλητικόν</i><br />[[καρτερία]], [[υπομονή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μελλητικῶς</i> (Α)<br /><b>1.</b> με ενδοιασμό, με δισταγμό<br /><b>2.</b> στο [[μέλλον]].
}}
{{elru
|elrutext='''μελλητικός:''' медлительный, нерешительный Arst.
}}
}}

Revision as of 23:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελλητικός Medium diacritics: μελλητικός Low diacritics: μελλητικός Capitals: ΜΕΛΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: mellētikós Transliteration B: mellētikos Transliteration C: mellitikos Beta Code: mellhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A inclined to delay, Arist.Phgn.813a5, Poll.9.138, Vett. Val.18.6.

German (Pape)

[Seite 125] zum Zögern, Zaudern geneigt, Poll. 9, 138.

Greek (Liddell-Scott)

μελλητικός: -ή, -όν, ἔχων κλίσιν ἢ διάθεσιν πρὸς ἀργοπορίαν, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 44, Πολυδ. Θ΄, 138. Ἐπίρρ. -κῶς, ἐν τῷ μέλλοντι ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἤδη, Ἐπιφάν. σ. 337.

Greek Monolingual

μελλητικός, -ή, -όν (Α) μελλητής
1. αυτός που έχει τάση να καθυστερεί, βραδύς
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελλητικόν
καρτερία, υπομονή.
επίρρ...
μελλητικῶς (Α)
1. με ενδοιασμό, με δισταγμό
2. στο μέλλον.

Russian (Dvoretsky)

μελλητικός: медлительный, нерешительный Arst.