μαυρόω: Difference between revisions
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
(5) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μαυρόω:''' μέλ. <i>μαυρώσω</i>, αντί [[ἀμαυρόω]], [[χάριν]] μέτρου,<br /><b class="num">1.</b> [[σκιάζω]], [[σκοτεινιάζω]], [[τυφλώνω]], [[καθιστώ]] κάποιον ανίσχυρο, σε Πίνδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[θολώνω]], [[συσκοτίζω]], [[ρίχνω]] στη [[λήθη]] [[κάτι]], σε Ησίοδ. — Παθ., [[γίνομαι]] [[αόριστος]], [[ασαφής]], σε Θέογν., Αισχύλ. | |lsmtext='''μαυρόω:''' μέλ. <i>μαυρώσω</i>, αντί [[ἀμαυρόω]], [[χάριν]] μέτρου,<br /><b class="num">1.</b> [[σκιάζω]], [[σκοτεινιάζω]], [[τυφλώνω]], [[καθιστώ]] κάποιον ανίσχυρο, σε Πίνδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[θολώνω]], [[συσκοτίζω]], [[ρίχνω]] στη [[λήθη]] [[κάτι]], σε Ησίοδ. — Παθ., [[γίνομαι]] [[αόριστος]], [[ασαφής]], σε Θέογν., Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μαυρόω:''' [= [[ἀμαυρόω]]<br /><b class="num">1)</b> затемнять, лишать блеска Hes.; pass. гаснуть, меркнуть: λαμπὰς [[οὐδέπω]] μαυρουμένη Aesch. немеркнущий свет;<br /><b class="num">2)</b> досл. затмевать, перен. подавлять (τὸν ἐχθρόν Pind.);<br /><b class="num">3)</b> омрачать (τέρψιν Pind.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:04, 1 January 2019
English (LSJ)
A = ἀμαυρόω, darken, blind: hence, make powerless, dub. in A.Eu.358 (lyr.), cj. in Pi.I.4(3).48. 2 metaph., make dim or obscure, ῥεῖα δέ μιν μαυροῦσι θεοί Hes.Op.325:—Pass., become dim or obscure, Thgn.192, A.Ag.296.
Greek (Liddell-Scott)
μαυρόω: ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ ἀμαυρόω, κατὰ τὴν ἀπαίτησιν τοῦ μέτρου, σκοτίζω, «μαυρίζω», τυφλώνω, Πινδ. Π. 12. 24· κάμνω τινὰ ἀδύνατον, ἀνίσχυρον, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 359. 2) μεταφ., κάμνω τι σκοτεινόν, ἀσαφές, ἢ λησμονημένον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 327· μὴ μαύρου τέρψιν, μὴ ἐπισκότιζε τὴν τέρψιν σου, Πινδ. Ἀποσπ. 92. - Παθ., γίνομαι ἀμαυρὸς ἢ σκοτεινός, Θέογν. 197, Αἰσχύλ. Ἀγ. 296, καὶ ἐκ διορθώσεως τοῦ Blomf. (χάριν τοῦ μέτρου) Πέρσ. 223.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
obscurcir ; Pass. s’obscurcir.
Étymologie: cf. ἀμαυρόω.
Greek Monotonic
μαυρόω: μέλ. μαυρώσω, αντί ἀμαυρόω, χάριν μέτρου,
1. σκιάζω, σκοτεινιάζω, τυφλώνω, καθιστώ κάποιον ανίσχυρο, σε Πίνδ., Αισχύλ.
2. μεταφ., θολώνω, συσκοτίζω, ρίχνω στη λήθη κάτι, σε Ησίοδ. — Παθ., γίνομαι αόριστος, ασαφής, σε Θέογν., Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
μαυρόω: [= ἀμαυρόω
1) затемнять, лишать блеска Hes.; pass. гаснуть, меркнуть: λαμπὰς οὐδέπω μαυρουμένη Aesch. немеркнущий свет;
2) досл. затмевать, перен. подавлять (τὸν ἐχθρόν Pind.);
3) омрачать (τέρψιν Pind.).