μεσότοιχον: Difference between revisions
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεσότοιχον:''' τό ([[τοῖχος]]), [[μεσοτοιχία]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''μεσότοιχον:''' τό ([[τοῖχος]]), [[μεσοτοιχία]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεσότοιχον:''' τό средостение: τὸ μ. τοῦ φραγμοῦ NT перегородка. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:04, 1 January 2019
English (LSJ)
τό, = sq., Ep.Eph. 2.14, Hsch.
A s.v. κατῆλιψ.
German (Pape)
[Seite 140] τό, Zwischenwand, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
μεσότοιχον: τό, = τῷ ἑπομ., Ἐπιστ. π. Ἐφ. β΄, 14, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
mur mitoyen.
Étymologie: μέσος, τοῖχος.
English (Strong)
from μέσος and τοῖχος; a partition (figuratively): middle wall.
English (Thayer)
μεσοτοιχου, τό (μέσος, and τοῖχος the wall of a house), a partition-wall: τό μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ (i. e. τόν φραγμόν τόν μεσότοιχον ὄντα (A. V. the middle wall of partition; Winer's Grammar, § 59,8a.)), τόν τῆς ἡονης καί ἀρετῆς μεσότοιχον, Eratosthenes quoted in Athen. 7, p. 281d.)
Greek Monotonic
μεσότοιχον: τό (τοῖχος), μεσοτοιχία, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
μεσότοιχον: τό средостение: τὸ μ. τοῦ φραγμοῦ NT перегородка.