μηδαμόσε: Difference between revisions
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μηδᾰμόσε:''' επίρρ., προς το [[πουθενά]], προς κανένα [[τόπο]], [[μηδαμόσε]] [[ἄλλοσε]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''μηδᾰμόσε:''' επίρρ., προς το [[πουθενά]], προς κανένα [[τόπο]], [[μηδαμόσε]] [[ἄλλοσε]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μηδᾰμόσε:''' adv. никуда: μ. [[ἄλλοσε]] Plut. никуда больше. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:04, 1 January 2019
English (LSJ)
Adv.
A nowhither, μ. ἄλλοσε Pl.R. 499a.
German (Pape)
[Seite 169] nirgends wohin, correl. zu πόσε, ποῖ, μηδαμόσε ἄλλοσε τείνοντα, Plat. Rep. VI, 499 a.
Greek (Liddell-Scott)
μηδᾰμόσε: Ἐπίρρ., πρὸς οὐδὲν μέρος, μ. ἄλλοσε Πλάτ. Πολ. 499Α.
French (Bailly abrégé)
adv.
nulle part avec mouv.
Étymologie: μηδαμός, -σε.
Greek Monolingual
μηδαμόσε (Α)
επίρρ. προς κανένα μέρος, πουθενά («μηδαμόσε ἀλλοσε τείνοντα», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. αυτό-σε, ουδαμό-σε)].
Greek Monotonic
μηδᾰμόσε: επίρρ., προς το πουθενά, προς κανένα τόπο, μηδαμόσε ἄλλοσε, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
μηδᾰμόσε: adv. никуда: μ. ἄλλοσε Plut. никуда больше.