μήρυξ: Difference between revisions
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
(25) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μήρυξ]], -υκος, ὁ (Α)<br />το [[ψάρι]] [[σκάρος]] ο [[κρητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. από το ρ. [[μηρυκάζω]]. Το [[ψάρι]] ονομάστηκε [[έτσι]] [[επειδή]] πιστευόταν ότι μηρυκάζει την [[τροφή]] του]. | |mltxt=[[μήρυξ]], -υκος, ὁ (Α)<br />το [[ψάρι]] [[σκάρος]] ο [[κρητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. από το ρ. [[μηρυκάζω]]. Το [[ψάρι]] ονομάστηκε [[έτσι]] [[επειδή]] πιστευόταν ότι μηρυκάζει την [[τροφή]] του]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μήρυξ:''' υκος ὁ рыба морской попугай (Scarus cretensis) Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:08, 1 January 2019
English (LSJ)
υκος, ὁ,
A a ruminating fish, Scarus cretensis, Arist.HA632b10.
German (Pape)
[Seite 178] υκος, ὁ, ein wiederkäuender Fisch, Arist. H. A. 9, 50.
Greek (Liddell-Scott)
μήρυξ: -ῡκος, ὁ, ἰχθύς τις μηρυκώμενος, οἷος ὁ σκάρος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 50, 12.
French (Bailly abrégé)
υκος (ὁ) :
sorte de poisson ruminant.
Étymologie: μηρυκάομαι.
Greek Monolingual
μήρυξ, -υκος, ὁ (Α)
το ψάρι σκάρος ο κρητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μηρυκάζω. Το ψάρι ονομάστηκε έτσι επειδή πιστευόταν ότι μηρυκάζει την τροφή του].
Russian (Dvoretsky)
μήρυξ: υκος ὁ рыба морской попугай (Scarus cretensis) Arst.