μηχανορράφος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μηχᾰνορράφος:''' -ον ([[ῥάπτω]]), αυτός που ασχολείται με δολοπλοκίες, σε Σοφ.· με γεν., [[μηχανορράφος]] κακῶν, δόλιοι πρωταίτιοι συμφορών, σε Ευρ.
|lsmtext='''μηχᾰνορράφος:''' -ον ([[ῥάπτω]]), αυτός που ασχολείται με δολοπλοκίες, σε Σοφ.· με γεν., [[μηχανορράφος]] κακῶν, δόλιοι πρωταίτιοι συμφορών, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μηχᾰνορράφος:''' строящий козни, коварный ([[μάγος]] Soph.): μ. κακῶν Eur. виновник несчастий.
}}
}}

Revision as of 00:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηχᾰνορράφος Medium diacritics: μηχανορράφος Low diacritics: μηχανορράφος Capitals: ΜΗΧΑΝΟΡΡΑΦΟΣ
Transliteration A: mēchanorráphos Transliteration B: mēchanorraphos Transliteration C: michanorrafos Beta Code: mhxanorra/fos

English (LSJ)

[ρᾰ], ον,

   A forming crafty plans, S.OT387: c. gen., μ. κακῶν crafty schemers of ill, E.Andr.447, cf. 1116.

Greek (Liddell-Scott)

μηχᾰνορράφος: -ον, ὁ παρασκευάζων πανοῦργα καὶ δόλια σχέδια, δολοπλόκος, Σοφ. Ο. Τ. 387· μετὰ γεν., μ. κακῶν, δόλιοι ἐργάται κακῶν, Εὐρ. Ἀνδρ. 447, πρβλ. 1116 - Καθ’ Ἡσύχ.: «μηχανορράφος· κατασκευαστής, ἐπινοητὴς κακῶν».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui trame des machinations.
Étymologie: μηχανή, ῥάπτω.

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ μηχανορράφος, -ον)
(ως ουσ. και ως επίθ.) αυτός που εφευρίσκει δόλια μέσα, ραδιούργος, δολοπλόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + -ρράφος (< ραφή < ράπτω), πρβλ. ιστιο-ρράφος, νευρο-ρράφος].

Greek Monotonic

μηχᾰνορράφος: -ον (ῥάπτω), αυτός που ασχολείται με δολοπλοκίες, σε Σοφ.· με γεν., μηχανορράφος κακῶν, δόλιοι πρωταίτιοι συμφορών, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μηχᾰνορράφος: строящий козни, коварный (μάγος Soph.): μ. κακῶν Eur. виновник несчастий.