μισθάρνης: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μισθάρνης:''' ὁ ([[ἄρνυμαι]]), [[μισθωτός]] [[εργάτης]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''μισθάρνης:''' ὁ ([[ἄρνυμαι]]), [[μισθωτός]] [[εργάτης]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μισθάρνης:''' ου ὁ наемный рабочий Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:24, 1 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ,
A hired workman, Phot. (oxyt., Hsch., Suid.).
German (Pape)
[Seite 190] ὁ, der Lohn Empfangende, ἄρνυμαι, Lohnarbeiter, Taglöhner, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
μισθάρνης: ὁ, (ἄρνυμαι), μισθωτὸς ἐργάτης, Πλουτ. Κάτ. Νεώτ. 44, Φώτ., κτλ.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui concerne les mercenaires ou le travail des mercenaires.
Étymologie: DELG μισθός, ἄρνυμαι.
Greek Monolingual
μισθάρνης και μισθαρνής, ὁ (Α)
αυτός που εργάζεται με μισθό, ο μισθωτός εργάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + ἄρνυμαι (πρβλ. μίσθαρνος.
Greek Monotonic
μισθάρνης: ὁ (ἄρνυμαι), μισθωτός εργάτης, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
μισθάρνης: ου ὁ наемный рабочий Plut.