Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νεφελώδης: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(27)
(3b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[νεφελώδης]], -ῶδες) [[νεφέλη]]<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] με σύννεφα, [[νεφοσκεπής]], [[συννεφιασμένος]] («[[νεφελώδης]] [[ουρανός]]»)<br /><b>2.</b> όμοιος με [[σύννεφο]] («[[νεφελώδης]] [[κονιορτός]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αόριστος]], [[ασαφής]], [[ακαθόριστος]], συγκεχυμένος, [[θολός]] («ο [[λόγος]] του ήταν [[νεφελώδης]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για οφθαλμό) αυτός που παρουσιάζει [[θολερότητα]].
|mltxt=-ες (Α [[νεφελώδης]], -ῶδες) [[νεφέλη]]<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] με σύννεφα, [[νεφοσκεπής]], [[συννεφιασμένος]] («[[νεφελώδης]] [[ουρανός]]»)<br /><b>2.</b> όμοιος με [[σύννεφο]] («[[νεφελώδης]] [[κονιορτός]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αόριστος]], [[ασαφής]], [[ακαθόριστος]], συγκεχυμένος, [[θολός]] («ο [[λόγος]] του ήταν [[νεφελώδης]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για οφθαλμό) αυτός που παρουσιάζει [[θολερότητα]].
}}
{{elru
|elrutext='''νεφελώδης:''' Arst. = [[νεφελοειδής]].
}}
}}

Revision as of 00:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεφελώδης Medium diacritics: νεφελώδης Low diacritics: νεφελώδης Capitals: ΝΕΦΕΛΩΔΗΣ
Transliteration A: nephelṓdēs Transliteration B: nephelōdēs Transliteration C: nefelodis Beta Code: nefelw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A cloudy, bringing clouds, ὁ νότος Arist.Pr.942a37; κόνις Polyaen.4.6.13.    II clouded, of the eye, Gal.10.1019.

Greek (Liddell-Scott)

νεφελώδης: -ες, πλήρης νεφελῶν, ὁ φέρων νεφέλας, ὁ νότος Ἀριστ. Προβλ. 26. 20.

Greek Monolingual

-ες (Α νεφελώδης, -ῶδες) νεφέλη
1. γεμάτος με σύννεφα, νεφοσκεπής, συννεφιασμένοςνεφελώδης ουρανός»)
2. όμοιος με σύννεφονεφελώδης κονιορτός»)
νεοελλ.
μτφ. αόριστος, ασαφής, ακαθόριστος, συγκεχυμένος, θολός («ο λόγος του ήταν νεφελώδης»)
αρχ.
(για οφθαλμό) αυτός που παρουσιάζει θολερότητα.

Russian (Dvoretsky)

νεφελώδης: Arst. = νεφελοειδής.