ξυνήϊος: Difference between revisions
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ξῡνήϊος:''' -η, -ον, Επικ. και Ιων. αντί <i>ξύνειος</i>, που δεν απαντά· <i>ξυνήϊα</i>, [[κοινή]] [[περιουσία]], κοινό [[απόθεμα]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ξῡνήϊος:''' -η, -ον, Επικ. και Ιων. αντί <i>ξύνειος</i>, που δεν απαντά· <i>ξυνήϊα</i>, [[κοινή]] [[περιουσία]], κοινό [[απόθεμα]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ξῡνήϊος:''' эп.-ион. = [[ξυνός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:44, 1 January 2019
English (LSJ)
η, ον, Ep. and Ion. (ξύνειος is not found),
A common : neut. pl. ξυνήϊα, τά, common stock, Il.1.124, 23.809.
German (Pape)
[Seite 282] ep. u. ion. für ξύνειος, = ξυνός, gemeinsam; οὐδ' ἔτι που ἴδμεν ξυνήϊα κείμενα, Il. 1, 124, gemeinsames Eigenthum, das dem ganzen Heere gehört, noch nicht vertheilt ist, vgl. 23, 809.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
épq. et ion. p. *ξύνειος, c. ξυνός.
Greek Monolingual
ξυνήϊος, -ΐη, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει στο κοινόν, σε πολλούς μαζί, κοινός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ξυνήϊα
κοινή περιουσία, πράγματα που ανήκουν σε πολλούς μαζί, ιδίως η κοινή ιδιοκτησία τών λαφύρων («οὐδ' ἔτι που ἴδμεν ξυνήϊα κείμενα πολλά», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυνός + κατάλ. -ήϊος (πρβλ. θε-ήϊος). Ο τ. ξυνήϊα αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. του πληθ. του ουδ., κατά τα ξενήϊα, πρεσβήϊα].
Greek Monotonic
ξῡνήϊος: -η, -ον, Επικ. και Ιων. αντί ξύνειος, που δεν απαντά· ξυνήϊα, κοινή περιουσία, κοινό απόθεμα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ξῡνήϊος: эп.-ион. = ξυνός.