ξυνήϊος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ξῡνήϊος:''' -η, -ον, Επικ. και Ιων. αντί <i>ξύνειος</i>, που δεν απαντά· <i>ξυνήϊα</i>, [[κοινή]] [[περιουσία]], κοινό [[απόθεμα]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ξῡνήϊος:''' -η, -ον, Επικ. και Ιων. αντί <i>ξύνειος</i>, που δεν απαντά· <i>ξυνήϊα</i>, [[κοινή]] [[περιουσία]], κοινό [[απόθεμα]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ξῡνήϊος:''' эп.-ион. = [[ξυνός]].
}}
}}

Revision as of 00:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῡνήϊος Medium diacritics: ξυνήϊος Low diacritics: ξυνήϊος Capitals: ΞΥΝΗΪΟΣ
Transliteration A: xynḗïos Transliteration B: xynēios Transliteration C: ksyniios Beta Code: cunh/i+os

English (LSJ)

η, ον, Ep. and Ion. (ξύνειος is not found),

   A common : neut. pl. ξυνήϊα, τά, common stock, Il.1.124, 23.809.

German (Pape)

[Seite 282] ep. u. ion. für ξύνειος, = ξυνός, gemeinsam; οὐδ' ἔτι που ἴδμεν ξυνήϊα κείμενα, Il. 1, 124, gemeinsames Eigenthum, das dem ganzen Heere gehört, noch nicht vertheilt ist, vgl. 23, 809.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
épq. et ion. p. *ξύνειος, c. ξυνός.

Greek Monolingual

ξυνήϊος, -ΐη, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει στο κοινόν, σε πολλούς μαζί, κοινός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ξυνήϊα
κοινή περιουσία, πράγματα που ανήκουν σε πολλούς μαζί, ιδίως η κοινή ιδιοκτησία τών λαφύρων («οὐδ' ἔτι που ἴδμεν ξυνήϊα κείμενα πολλά», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυνός + κατάλ. -ήϊος (πρβλ. θε-ήϊος). Ο τ. ξυνήϊα αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. του πληθ. του ουδ., κατά τα ξενήϊα, πρεσβήϊα].

Greek Monotonic

ξῡνήϊος: -η, -ον, Επικ. και Ιων. αντί ξύνειος, που δεν απαντά· ξυνήϊα, κοινή περιουσία, κοινό απόθεμα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ξῡνήϊος: эп.-ион. = ξυνός.