ξενηλασία: Difference between revisions
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ξενηλᾰσία:''' ἡ, (στη [[Σπάρτη]]), [[εκδίωξη]], [[απέλαση]] [[ξένων]] από τη [[χώρα]], σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ. | |lsmtext='''ξενηλᾰσία:''' ἡ, (στη [[Σπάρτη]]), [[εκδίωξη]], [[απέλαση]] [[ξένων]] από τη [[χώρα]], σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ξενηλᾰσία:''' ἡ преимущ. pl.<br /><b class="num">1)</b> изгнание чужеземцев Plut.: ξενηλασίας ποιεῖν τινων Plat. изгонять кого-л. из страны (как чужеземцев); ξενηλασίαις ἀπείργειν τινά τινος Thuc. в порядке изгнания из страны лишать кого-л. чего-л.;<br /><b class="num">2)</b> изгнание из страны, выселение (τεχνῶν Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:48, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ, at Sparta,
A expulsion of foreigners, X.Lac.14.4 : mostly in pl., Th.1.144, 2.39, Pl. Prt.342c, Lg.950b, Arist.Pol.1272b17.
German (Pape)
[Seite 276] ἡ, Vertreibung der Fremden; ξενηλασίας ποιεῖν τινος, Thuc. 1, 144; οὐκ ἔστιν ὅτε ξενηλασίαις ἀπείργομέν τινα ἢ μαθήματος ἢ θέαματος, 2, 39; ξενηλασίας ποιούμενοι τῶν λακωνιζόντων, Plat. Prot. 342 c; vgl. Legg. XII, 950 b; Folgde; auch ξενηλασίαν τεχνῶν ἐποιεῖτο, Plut. Lycurg. 9. S. Müller Dor. 3, 1, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ξενηλᾰσία: ἡ, ἐν Σπάρτῃ, ἐκδίωξις τῶν ξένων ἐκ τῆς χώρας, Θουκ. 1. 144., 2. 39, Ξεν. Λακ. 14, 4, Πλάτ. Πρωτ. 342C, Νόμ. 950Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 10, 15· πρβλ. Müller Dor. 3. 1. § 2, Arnold εἰς Θουκ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bannissement des étrangers.
Étymologie: ξενηλατέω.
Greek Monolingual
η (Α ξενηλασία) ξενηλατώ
η απέλαση τών ανεπιθύμητων ξένων από μία χώρα ή η απαγόρευση εισόδου σε αυτήν, θεσμός που εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στη Σπάρτη προς τα τέλη του 7ου π.Χ. αιώνα, κατά τον Β' Μεσσηνιακό πόλεμο (α. «τήν τε γὰρ πὸλιν κοινὴν παρέχομεν, καὶ οὐκ ἔστιν ὅτε ξενηλασίαις ἀπείργομέν τινα ἤ μαθήματος ἤ θεάματος», Θουκ.
β. «πρὸς δὲ τούτοις καὶ ἁπάντων τῶν περισσῶν ξενηλασίαν ἐποιήσατο
διὸ οὔτε ἔμπορος, οὔτε σοφιστής... εἰσήει εἰς τὴν Σπάρτην», Πλούτ.).
Greek Monotonic
ξενηλᾰσία: ἡ, (στη Σπάρτη), εκδίωξη, απέλαση ξένων από τη χώρα, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ξενηλᾰσία: ἡ преимущ. pl.
1) изгнание чужеземцев Plut.: ξενηλασίας ποιεῖν τινων Plat. изгонять кого-л. из страны (как чужеземцев); ξενηλασίαις ἀπείργειν τινά τινος Thuc. в порядке изгнания из страны лишать кого-л. чего-л.;
2) изгнание из страны, выселение (τεχνῶν Plut.).