ὀξύφρων: Difference between revisions
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀξύφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), = [[ὀξύθυμος]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ὀξύφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), = [[ὀξύθυμος]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀξύφρων:''' 2, gen. ονος проницательный или остроумный Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:08, 1 January 2019
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ,
A acute, sagacious, E.Med.641 (lyr.) ; crafty, Ptol.Tetr.165.
German (Pape)
[Seite 355] ον, scharfsinnig, Eur. Med. 644.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν)= ὀξύθυμος, Εὐρ. Μήδ. 641.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
à l’esprit pénétrant.
Étymologie: ὀξύς, φρήν.
Greek Monolingual
ὀξύφρων, -ονος, ὁ, ἡ (Α)
1. οξύνους, έξυπνος
2. δόλιος, πανούργος, πονηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].
Greek Monotonic
ὀξύφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), = ὀξύθυμος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ὀξύφρων: 2, gen. ονος проницательный или остроумный Eur.