πανηγυριστής: Difference between revisions
ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πᾰνηγῠριστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που παρακολουθεί [[μία]] <i>πανήγυριν</i>, σε Λουκ. | |lsmtext='''πᾰνηγῠριστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που παρακολουθεί [[μία]] <i>πανήγυριν</i>, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πᾰνηγῠριστής:''' οῦ ὁ справляющий всенародное празднество, участник панегирея Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:28, 1 January 2019
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who attends a πανήγυρις, Str.17.1.17, Luc.Herod.2, Pseudol.5, Poll.1.34.
German (Pape)
[Seite 460] ὁ, der eine πανήγυρις mitfeiert, begeht, Luc. Her. 2. 8 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνηγῠριστής: -οῦ, ὁ, ὁ πανηγυρίζων, Λουκ. Ἡρόδ. 2, Ψευδολ. 5, Πολυδ. Α΄, 34.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui se rend à une fête solennelle.
Étymologie: πανηγυρίζω.
Greek Monolingual
ο, θηλ. -ίστρια, ΝΜΑ πανηγυρίζω
άτομο που μετέχει σε πανήγυρη, που παίρνει μέρος σε ομαδικό και ενθουσιώδη εορτασμό εθνικού ή θρησκευτικού γεγονότος, πανηγυριώτης.
Greek Monotonic
πᾰνηγῠριστής: -οῦ, ὁ, αυτός που παρακολουθεί μία πανήγυριν, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
πᾰνηγῠριστής: οῦ ὁ справляющий всенародное празднество, участник панегирея Luc.