παραναγιγνώσκω: Difference between revisions
Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παραναγιγνώσκω:''' [[έπειτα]] -γῑνώσκω, μέλ. <i>-αναγνώσομαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[διαβάζω]] δίπλα σε [[αντιπαραβολή]], έτσι ώστε να [[συγκρίνω]] ένα [[έγγραφο]] με ένα [[άλλο]], [[παραναγιγνώσκω]] παρὰ μαρτυρίας [[τὰς]] ῥήσεις, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[διαβάζω]] δημοσίως, σε Πολύβ. | |lsmtext='''παραναγιγνώσκω:''' [[έπειτα]] -γῑνώσκω, μέλ. <i>-αναγνώσομαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[διαβάζω]] δίπλα σε [[αντιπαραβολή]], έτσι ώστε να [[συγκρίνω]] ένα [[έγγραφο]] με ένα [[άλλο]], [[παραναγιγνώσκω]] παρὰ μαρτυρίας [[τὰς]] ῥήσεις, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[διαβάζω]] δημοσίως, σε Πολύβ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παραναγιγνώσκω:''' поздн. παραναγῑνώσκω<br /><b class="num">1)</b> при чтении сравнивать, сопоставлять, считывать, сличать (τῷ ψηφίσματι τοὺς νόμους Aeschin.; τὰς ῥήσεις παρὰ μαρτυρίας Dem.);<br /><b class="num">2)</b> публично читать, оглашать (τὰς συνθήκας Polyb.). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:48, 1 January 2019
English (LSJ)
later παρανα-γῑνώσκω,
A read beside, compare, collate one document with another, τοὺς λόγους ἡμῶν . . π. τοῖς αὑτῶν Isoc.12.17 ; π. τοὺς νόμους τῷ ψηφίσματι Aeschin.3.201 ; so π. τὰς συνθήκας τάς τ' ἐφ' ἡμῶν γενομένας καὶ τὰς νῦν ἀναγεγραμμένας Isoc.4.120 ; παρὰ μαρτυρίας τὰς ῥήσεις D. 18.267, cf. 24.38 ; read as well, τὰ τῶν ἄλλων Στωϊκῶν βιβλία Gal. 5.244 :—Pass., Pl.Tht.172e. II read publicly, Plb.2.12.4, al., LXX 2 Ma.8.23, PGrenf.2.68.16 (iii A.D.) :—Pass., τοῦ νόμου παραναγνωσθέντος LXX 3 Ma.1.12, cf. Ph.2.531.
German (Pape)
[Seite 490] später -γινώσκω (s. γιγνώσκω), neben einander, zur Vergleichung lesen, collationiren, ὑπογραφὴν παραναγιγνωσκομένην, Plat. Theaet. 172 e; παραναγνοίη τὰς συνθήκας Isocr. 4, 120; παρά τι, Dem. 18, 267. 24, 38 u. Folgde, bes. auch dem Richter eine Klage- od. Vertheidigungsschrift vorlesen. Auch = falsch lesen. Pol. S. παραγιγνώσκω.
Greek (Liddell-Scott)
παραναγιγνώσκω: παρὰ μεταγεν. -γῑνώσκω, ἀναγινώσκω, πλησίον οὕτως ὥστε νὰ παραβάλλω λόγον τινὰ ἢ ἔγγραφόν τι πρὸς ἕτερον, τοὺς λόγους μου ... π. τοῖς αὐτῶν Ἰσοκρ. 236C· π. τῷ ψηφίσματι τοὺς νόμους Αἰσχίν. 82. 35· οὕτω, π. τὰς συνθήκας τὰς τ’ ἐφ’ ἡμῶν γενομένας καὶ τὰς νῦν Ἰσοκρ. 65D· παρ’ ἃς (δηλ. τὰς μαρτυρίας) παρανάγνωθι καὶ σύ μοι τὰς ῥήσεις ἃς ἐλυμαίνου Δημ. 315. 21, πρβλ. 712. 9· -Παθ., Πλάτ. Θεαίτ. 172Ε. ΙΙ. ἀναγινώσκω δημοσίᾳ, Πολύβ. 2. 12, 4, κ. ἀλλ., Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Η΄, 23), καὶ Παθ., τοῦ νόμου παραναγνωσθέντος αὐτόθι (Γ΄, Μακκ. Α΄, 12).
French (Bailly abrégé)
lire auprès ; lire pour collationner, comparer ou contrôler.
Étymologie: παρά, ἀναγιγνώσκω.
Greek Monolingual
και παραναγινώσκω Α αναγιγνώσκω
1. συγκρίνω, παραβάλλω δύο έγγραφα προκειμένου να εντοπίσω τις μεταξύ τους ομοιότητες και διαφορές
2. διαβάζω πάρα πολύ («παραναγινώσκειν τὰ τῶν ἄλλων Στωϊκῶν βιβλία», Γαλ.)
3. αναγιγνώσκω κάτι μπροστά σε κοινό, δημόσια.
Greek Monotonic
παραναγιγνώσκω: έπειτα -γῑνώσκω, μέλ. -αναγνώσομαι·
I. διαβάζω δίπλα σε αντιπαραβολή, έτσι ώστε να συγκρίνω ένα έγγραφο με ένα άλλο, παραναγιγνώσκω παρὰ μαρτυρίας τὰς ῥήσεις, σε Δημ.
II. διαβάζω δημοσίως, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
παραναγιγνώσκω: поздн. παραναγῑνώσκω
1) при чтении сравнивать, сопоставлять, считывать, сличать (τῷ ψηφίσματι τοὺς νόμους Aeschin.; τὰς ῥήσεις παρὰ μαρτυρίας Dem.);
2) публично читать, оглашать (τὰς συνθήκας Polyb.).