περιδίνησις: Difference between revisions
ἢ τάπερ πάθομεν ἄχεα πρός γε τῶν τεκομένων → the pains which we have suffered, and, indeed, from our own parent | the pains which we have suffered, and those even from the one who brought us into the world | the pains we have suffered, and from a parent, too
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περιδίνησις:''' -εως, ἡ, [[περιστροφή]] [[ολόγυρα]], [[στροβιλισμός]], [[περιδίνηση]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''περιδίνησις:''' -εως, ἡ, [[περιστροφή]] [[ολόγυρα]], [[στροβιλισμός]], [[περιδίνηση]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιδίνησις:''' εως (δῑ) ἡ кружение, вращение ([[κύκλῳ]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:56, 1 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A whirling round, rotation, revolution, ἀέρος Plu. Flam.10, cf. Plot.2.2.1, Theol.Ar.60; τροχοῦ Arr.Tact.38.3, Philostr. Jun.Im.10; τρυπάνου Heliod. ap. Orib.46.11.12.
German (Pape)
[Seite 573] ἡ, das Herumdrehen im Kreise; Plut. plac. phil. 2, 13, öfter; Schol. Ap. Rh. 4, 444 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περιδίνησις: -εως, ἡ, περιστροφή, Πλουτ. Φλαμιν. 10, ὁ αὐτ. 2, 888D, Φιλόστρ. 880, κτλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
tournoiement.
Étymologie: περιδινέω.
Greek Monotonic
περιδίνησις: -εως, ἡ, περιστροφή ολόγυρα, στροβιλισμός, περιδίνηση, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
περιδίνησις: εως (δῑ) ἡ кружение, вращение (κύκλῳ Plut.).