περίπλεος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
(32)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ποιητ. τ. [[περίπλειος]], -ον και [[περίπλεως]], -ων, Α<br /><b>1.</b> ο [[τελείως]] [[γεμάτος]] από [[κάτι]], [[κατάμεστος]] («ὡς δὲ [[εἶδον]] τήν τε ἤπειρον ὁπλιτῶν περίπλεων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπεράριθμος]], [[περιττός]]<br /><b>3.</b> [[πλήρης]], [[μεστός]] («περίπλεω νεφροί», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που περιβάλλεται [[τελείως]] από κάποιον ή από [[κάτι]] («ἡ δὲ [ψυχὴ] σώματι πεφυρμένη και [[περίπλεως]] σώματος», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλεος</i> / -<i>πλεως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πίμπλημι]] «[[είμαι]] [[γεμάτος]]»), <b>πρβλ.</b> [[κατά]]-<i>πλεος</i> /-<i>ως</i>, <i>ἔμ</i>-<i>πλεος</i> / -<i>ως</i>)].
|mltxt=και ποιητ. τ. [[περίπλειος]], -ον και [[περίπλεως]], -ων, Α<br /><b>1.</b> ο [[τελείως]] [[γεμάτος]] από [[κάτι]], [[κατάμεστος]] («ὡς δὲ [[εἶδον]] τήν τε ἤπειρον ὁπλιτῶν περίπλεων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπεράριθμος]], [[περιττός]]<br /><b>3.</b> [[πλήρης]], [[μεστός]] («περίπλεω νεφροί», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που περιβάλλεται [[τελείως]] από κάποιον ή από [[κάτι]] («ἡ δὲ [ψυχὴ] σώματι πεφυρμένη και [[περίπλεως]] σώματος», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλεος</i> / -<i>πλεως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πίμπλημι]] «[[είμαι]] [[γεμάτος]]»), <b>πρβλ.</b> [[κατά]]-<i>πλεος</i> /-<i>ως</i>, <i>ἔμ</i>-<i>πλεος</i> / -<i>ως</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''περίπλεος:''' <b class="num">1)</b> наполненный, переполненный (τινος Arst., τινι Anth.);<br /><b class="num">2)</b> имеющийся в изобилии (ξύλα Xen.);<br /><b class="num">3)</b> полный, крупный (κνῆμαι, νεφροί Arst.).
}}
}}

Revision as of 02:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίπλεος Medium diacritics: περίπλεος Low diacritics: περίπλεος Capitals: ΠΕΡΙΠΛΕΟΣ
Transliteration A: perípleos Transliteration B: peripleos Transliteration C: peripleos Beta Code: peri/pleos

English (LSJ)

ον,

   A v. περίπλεως.

German (Pape)

[Seite 588] sehr voll, ganz voll; Xen. Cyr. 6, 2, 33; μυκηθμοῖο, Arat. Dios. 386. S. περίπλεως.

Greek (Liddell-Scott)

περίπλεος: -ον, ἴδε ἐν λ. περίπλεως.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
surabondant, qui est de reste ou de trop.
Étymologie: περί, πλέος.

Greek Monolingual

και ποιητ. τ. περίπλειος, -ον και περίπλεως, -ων, Α
1. ο τελείως γεμάτος από κάτι, κατάμεστος («ὡς δὲ εἶδον τήν τε ἤπειρον ὁπλιτῶν περίπλεων», Θουκ.)
2. υπεράριθμος, περιττός
3. πλήρης, μεστός («περίπλεω νεφροί», Αριστοτ.)
4. αυτός που περιβάλλεται τελείως από κάποιον ή από κάτι («ἡ δὲ [ψυχὴ] σώματι πεφυρμένη και περίπλεως σώματος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -πλεος / -πλεως (< πίμπλημι «είμαι γεμάτος»), πρβλ. κατά-πλεος /-ως, ἔμ-πλεος / -ως)].

Russian (Dvoretsky)

περίπλεος: 1) наполненный, переполненный (τινος Arst., τινι Anth.);
2) имеющийся в изобилии (ξύλα Xen.);
3) полный, крупный (κνῆμαι, νεφροί Arst.).