περιστοιχίζω: Difference between revisions
τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
(nl) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=περι-στοιχίζω en περιστιχίζω stokken rondom plaatsen. | |elnltext=περι-στοιχίζω en περιστιχίζω stokken rondom plaatsen. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιστοιχίζω:''' <b class="num">1)</b> возводить кругом ([[τεῖχος]] Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> med. перен. окружать, оцеплять ([[κύκλῳ]] τινά Dem.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:16, 1 January 2019
English (LSJ)
A surround as with toils or nets, of a besieging army, interpol. in Plb.8.5.2, etc. ; dub. in Sm.Ps.47(48).13, Quint.Ho.8.13 : metaph., J.AJ17.2.4 :—Med. (fut. -ιοῦμαι D.C.50.31), κύκλῳ πανταχῇ μέλλοντας ἡμᾶς καὶ καθημένους περιστοιχίζεται D.4.9, cf. D.C.39.3 :—Pass., ὑπό τινων Id.49.30, al., Aristaenet.1.9 ; ψυχὴ π. ὑπὸ πονηρῶν πνευμάτων Ph.Fr.104 H. ; κλύδωνι φροντισμάτων Hld.7.4, cf. Pall.in Hp.2.112D.
German (Pape)
[Seite 594] rings umstellen, umgeben, bes. wie der Jäger das Wild mit Stellnetzen, Pol. 8, 5, 2; auch im med., κύκλῳ πανταχῇ μέλλοντας ἡμᾶς περιστοιχίζεται, Dem. 4, 9; vgl. Harpocr. u. Sp., u. pass., κλύδωνι φροντισμάτων περιεστοίχιστο, Heliod. 7, 4 A.
Greek (Liddell-Scott)
περιστοιχίζω: περικυκλῶ ὡς διὰ δικτύων, ἐπὶ πολιορκοῦντος στρατεύματος, Πολύβ. 8. 5, 2, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κύκλῳ πανταχῆ μέλλοντας ἡμᾶς καὶ καθημένους περιστοιχίζεται Δημ. 43. 1, πρβλ. 72. 13, Δίων Κ. 93.3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιστοιχίσαντες· περιλαβόντες».
French (Bailly abrégé)
tendre des filets tout autour ; envelopper.
Étymologie: περίστοιχος.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
περιβάλλω κάποιον ή κάτι με σειρά ομοειδών πραγμάτων τοποθετημένων το ένα κοντά στο άλλο
νεοελλ.
μτφ. συνοδεύω κάποιον, είμαι ο ακόλουθός του («τον περιστοιχίζουν διάφοροι κόλακες»)
αρχ.
1. (σχετικά με πολιορκούμενο στράτευμα) περιβάλλω κυκλικά σαν να περικλείω με δίχτυ
2. (κατά τον Ησύχ.) «περιστοιχίσαντες
περιλαβόντες»
3. μέσ. περιστοιχίζομαι
α) περιβάλλω, περικυκλώνω κάποιον για προσωπικό μου συμφέρον
β) μτφ. περιβάλλομαι («κινδύνοις περιστοιχιζόμενος μυρίοις», Ηλιοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + στοιχίζω «βάζω στη σειρά»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-στοιχίζω en περιστιχίζω stokken rondom plaatsen.
Russian (Dvoretsky)
περιστοιχίζω: 1) возводить кругом (τεῖχος Polyb.);
2) med. перен. окружать, оцеплять (κύκλῳ τινά Dem.).