πολύφθογγος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(33)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύφθογγος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει, εκπέμπει ή αναδίδει πολλούς ήχους, [[πολύηχος]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[εύγλωττος]] και [[πειστικός]] («ῥήτορας πολυφθόγγους», Ακάθ. Ύμν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φθογγος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φθόγγος]] <span style="color: red;"><</span> [[φθέγγομαι]]), <b>πρβλ.</b> [[βαρύ]]-<i>φθογγος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πολύφθογγος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει, εκπέμπει ή αναδίδει πολλούς ήχους, [[πολύηχος]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[εύγλωττος]] και [[πειστικός]] («ῥήτορας πολυφθόγγους», Ακάθ. Ύμν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φθογγος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φθόγγος]] <span style="color: red;"><</span> [[φθέγγομαι]]), <b>πρβλ.</b> [[βαρύ]]-<i>φθογγος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''πολύφθογγος:''' многозвучный, многоголосый (ψαλτήρια Plut.).
}}
}}

Revision as of 02:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύφθογγος Medium diacritics: πολύφθογγος Low diacritics: πολύφθογγος Capitals: ΠΟΛΥΦΘΟΓΓΟΣ
Transliteration A: polýphthongos Transliteration B: polyphthongos Transliteration C: polyfthoggos Beta Code: polu/fqoggos

English (LSJ)

ον,

   A of many notes, ψαλτήρια Plu.2.827a, cf. 973c, Ael.NA5.51.

German (Pape)

[Seite 676] von od. mit vielen Tönen; Plut. de monarch. 4; αὐλός, Pall., u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολύφθογγος: -ον, ὁ πολλοὺς φθόγγους ἐκπέμπων, Πλούτ. 2. 827Α, 973C, Αἰλ. π. Ζ. 5. 51.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au son vibrant ou qui rend beaucoup de son.
Étymologie: πολύς, φθόγγος.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύφθογγος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει, εκπέμπει ή αναδίδει πολλούς ήχους, πολύηχος
2. (για πρόσ.) εύγλωττος και πειστικός («ῥήτορας πολυφθόγγους», Ακάθ. Ύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φθογγος (< φθόγγος < φθέγγομαι), πρβλ. βαρύ-φθογγος].

Russian (Dvoretsky)

πολύφθογγος: многозвучный, многоголосый (ψαλτήρια Plut.).