προαμαρτάνω: Difference between revisions
(6) |
(4) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προᾰμαρτάνω:''' μέλ. <i>-ᾰμαρτήσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-[[ήμαρτον]]</i>· αμαρτάνω ή [[σφάλλω]] από [[πριν]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''προᾰμαρτάνω:''' μέλ. <i>-ᾰμαρτήσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-[[ήμαρτον]]</i>· αμαρτάνω ή [[σφάλλω]] από [[πριν]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προᾰμαρτάνω:''' прежде грешить NT. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:48, 1 January 2019
English (LSJ)
A fail or sin before, 2 Ep.Cor.12.21, 13.2: pf. part. Pass., τὰ προημαρτημένα OGI751.10 (Amblada, ii B.C.), J.BJ1.24.4, Hdn.3.14.4.
German (Pape)
[Seite 706] (s. ἁμαρτάνω), vorher fehlen, sündigen, K. S. In B. A. 193 v. παρανόμων ist προαμαρτήσας verderbt.
Greek (Liddell-Scott)
προᾰμαρτάνω: μέλλ. -ᾰμαρτήσομαι, ἁμαρτάνω πρότερον, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. ιβ΄, 21, ιγ΄, 2· μετοχ. παθ. πρκμ., τὰ προημαρτημένα Ἡρῳδιαν. 3. 14.
French (Bailly abrégé)
pécher auparavant.
Étymologie: πρό, ἁμαρτάνω.
English (Strong)
from πρό and ἁμαρτάνω; to sin previously (to conversion): sin already, heretofore sin.
English (Thayer)
perfect participle προημαρτηκως; to sin before: οἱ προημαρτηκοτες, of those who before receiving baptism had been guilty of the vices especially common muong the Gentiles, Justin Martyr, Apology i. e. 61; Clement of Alexandria, strom. 4,12; cf. Lücke, Conjectanea Exeget. I. (Götting. 1837), p. 14ff (but on the reference of the προ(see Meyer on 2Cor. the passages cited (R. V. heretofore)). (Herodian, 3,14, 18 (14edition, Bekker); ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
ΜΑ
σφάλλω ή αμαρτάνω πριν από κάποια πράξη ή στο παρελθόν.
Greek Monotonic
προᾰμαρτάνω: μέλ. -ᾰμαρτήσομαι, αόρ. βʹ -ήμαρτον· αμαρτάνω ή σφάλλω από πριν, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
προᾰμαρτάνω: прежде грешить NT.