προσστείχω: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσστείχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, αόρ. βʹ <i>-έστῐχον</i>· [[πηγαίνω]] ή [[προχωρώ]] [[μπροστά]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>δεῦροπροστείχω</i>, σε Σοφ. | |lsmtext='''προσστείχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, αόρ. βʹ <i>-έστῐχον</i>· [[πηγαίνω]] ή [[προχωρώ]] [[μπροστά]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>δεῦροπροστείχω</i>, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσστείχω:''' подходить, приходить (Ὄλυμπον Hom.): οἵδε Κρέοντα προσστείχοντα σημαίνουσί μοι Soph. эти (люди) сообщают мне о прибытии Креонта. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:04, 1 January 2019
English (LSJ)
A go or come towards, προσέστῐχε μακρὸν Ὄλυμπον Od.20.73; δεῦρο π. S.OC30, cf. 320, OT79 (in codd. of S. always προστ-).
German (Pape)
[Seite 780] hinzugehen, προσέστιχε μακρὸν Ὄλυμπον, Od. 20, 73, sie schritt auf den Olymp zu.
Greek (Liddell-Scott)
προσστείχω: ἔρχομαι ἢ πορεύομαι πρός, προσέστῐχε μακρὸν Ὄλυμπον Ὀδ. Υ. 73· δεῦρο πρ. Σοφ. Ο. Κ. 30, πρβλ. 320, Ο. Τ. 70.
French (Bailly abrégé)
f. προστείξω, ao.2 προσέστιχον;
s’avancer vers, acc..
Étymologie: πρός, στείχω.
Greek Monolingual
Α έρχομαι ή πορεύομαι προς κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + στείχω «βαδίζω»].
Greek Monotonic
προσστείχω: μέλ. -ξω, αόρ. βʹ -έστῐχον· πηγαίνω ή προχωρώ μπροστά, σε Ομήρ. Οδ.· δεῦροπροστείχω, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
προσστείχω: подходить, приходить (Ὄλυμπον Hom.): οἵδε Κρέοντα προσστείχοντα σημαίνουσί μοι Soph. эти (люди) сообщают мне о прибытии Креонта.