προσστείχω
ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty
English (LSJ)
go towards or come towards, προσέστῐχε μακρὸν Ὄλυμπον Od.20.73; δεῦρο προστείχω S.OC30, cf. 320, OT79 (in codd. of S. always προστείχω).
German (Pape)
[Seite 780] hinzugehen, προσέστιχε μακρὸν Ὄλυμπον, Od. 20, 73, sie schritt auf den Olymp zu.
French (Bailly abrégé)
f. προστείξω, ao.2 προσέστιχον;
s'avancer vers, acc..
Étymologie: πρός, στείχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-στείχω, aor. 3 sing. προσέστιχε, naar... toegaan.
Russian (Dvoretsky)
προσστείχω: подходить, приходить (Ὄλυμπον Hom.): οἵδε Κρέοντα προσστείχοντα σημαίνουσί μοι Soph. эти (люди) сообщают мне о прибытии Креонта.
Greek Monolingual
Α έρχομαι ή πορεύομαι προς κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + στείχω «βαδίζω»].
Greek Monotonic
προσστείχω: μέλ. -ξω, αόρ. βʹ -έστῐχον· πηγαίνω ή προχωρώ μπροστά, σε Ομήρ. Οδ.· δεῦρο προστείχω, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
προσστείχω: ἔρχομαι ἢ πορεύομαι πρός, προσέστῐχε μακρὸν Ὄλυμπον Ὀδ. Υ. 73· δεῦρο πρ. Σοφ. Ο. Κ. 30, πρβλ. 320, Ο. Τ. 70.
Middle Liddell
fut. ξω aor2 -έστῐχον
to go or come towards, Od.; δεῦρο πρ. Soph.