προταμιεύω: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
(nl) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=προταμιεύω [προτάμνω] vooraf opslaan:. προτεταμιευμένα wat opgeslagen ligt Luc. 45.61. | |elnltext=προταμιεύω [προτάμνω] vooraf opslaan:. προτεταμιευμένα wat opgeslagen ligt Luc. 45.61. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προτᾰμιεύω:''' заранее делать запасы, заготовлять: τὰ προτεταμιευμένα Luc. заранее приготовленное. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:11, 1 January 2019
English (LSJ)
A lay in beforehand, Luc.Salt.61.
German (Pape)
[Seite 790] auch als dep. med., vorher einsammeln, in Bereitschaft halten; προτεταμιευμένα neben προπεπορισμένα, Luc. de salt. 61; a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προτᾰμιεύω: ταμιεύω ἐκ τῶν προτέρων, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 61.
French (Bailly abrégé)
faire d’avance des provisions, faire des réserves.
Étymologie: πρό, ταμιεύω.
Greek Monolingual
Α ταμιεύω
1. αποθηκεύω εκ τών προτέρων, τοποθετώ από πριν σε αποθήκη
2. διατηρώ κάτι έτοιμο για χρήση.
Greek Monotonic
προτᾰμιεύω: μέλ. -σω, αποταμιεύω εκ των προτέρων, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προταμιεύω [προτάμνω] vooraf opslaan:. προτεταμιευμένα wat opgeslagen ligt Luc. 45.61.
Russian (Dvoretsky)
προτᾰμιεύω: заранее делать запасы, заготовлять: τὰ προτεταμιευμένα Luc. заранее приготовленное.