προσπαρακαλέω: Difference between revisions
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
(nl) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=προσ-παρακαλέω er nog bij roepen; Thuc.; ook nog uitnodigen. Luc. | |elnltext=προσ-παρακαλέω er nog bij roepen; Thuc.; ook nog uitnodigen. Luc. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσπαρακᾰλέω:''' <b class="num">1)</b> сверх того призывать (τοὺς ξυμμάχους Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> сверх того побуждать (τινα εἶνοι или ποιεῖν τι Polyb., Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:12, 1 January 2019
English (LSJ)
A call in besides, invite, τοὺς ξυμμάχους Th.1.67, cf. 2.68, 8.98, Luc.Pseudol.2. 2 exhort besides, τινὰς εἶναι ἑτοίμους Plb.3.64.11; Νίκωνα περὶ τῆς λογείας PTeb.58.54 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 776] (s. καλέω), noch dazu rufen, ermuntern, Thuc. 1, 67; med., 2, 68; Sp., wie Pol. 3, 64, 11, Luc. Pseudol. 2.
Greek (Liddell-Scott)
προσπαρακαλέω: μέλλ. -έσω, προσκαλῶ προσέτι, τοὺς ξυμμάχους, κτλ., Θουκ. 1. 67., 2. 68., 8. 98. 2) παραγγέλλω προσέτι, τινα εἶναι ἑτοῖμον Πολύβ. 3. 64, 11, πρβλ. Λουκ. Ψευδολογ. 2.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
appeler ou inviter en outre.
Étymologie: πρός, παρακαλέω.
Greek Monotonic
προσπαρακαλέω: μέλ. -έσω,
1. προκαλώ επιπλέον, προσκαλώ, σε Θουκ.
2. προτρέπω επιπλέον, παραγγέλω, τινὰ εἶναι ἑτοῖμον, σε Πολύβ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-παρακαλέω er nog bij roepen; Thuc.; ook nog uitnodigen. Luc.
Russian (Dvoretsky)
προσπαρακᾰλέω: 1) сверх того призывать (τοὺς ξυμμάχους Thuc.);
2) сверх того побуждать (τινα εἶνοι или ποιεῖν τι Polyb., Luc.).