πτόρθος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πτόρθος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[νεαρός]] [[βλαστός]], [[βλαστάρι]], ριζοβλάσταρο, [[φυντανάκι]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.· [[πτόρθος]] [[μέγας]], λέγεται για το [[ρόπαλο]] του Ηρακλή, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> [[βλάστηση]], μπουμπούκισμα, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''πτόρθος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[νεαρός]] [[βλαστός]], [[βλαστάρι]], ριζοβλάσταρο, [[φυντανάκι]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.· [[πτόρθος]] [[μέγας]], λέγεται για το [[ρόπαλο]] του Ηρακλή, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> [[βλάστηση]], μπουμπούκισμα, σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πτόρθος:''' ὁ<b class="num">1)</b> отпрыск, побег Hom., Eur., Arph., Plat., Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> произрастание Hes.
}}
}}

Revision as of 03:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτόρθος Medium diacritics: πτόρθος Low diacritics: πτόρθος Capitals: ΠΤΟΡΘΟΣ
Transliteration A: ptórthos Transliteration B: ptorthos Transliteration C: ptorthos Beta Code: pto/rqos

English (LSJ)

ὁ,

   A young branch, shoot, sucker, sapling, Od.6.128; ὥς τις π. ηὐξόμην E.Hec.20; πτόρθοισι δάφνης Id.Ion103 (anap.); μαλάχης Ar.Pl.544; οἱ π. καὶ οἱ νέοι κλῶνες Pl.Prt. 334b, cf. Thphr.CP5.1.3; πτόρθους ἁπαλοὺς ἀποτρώγουσαι Eup.14.2: generally, branch, Arist.PA687a2, etc.; π. μέγας, of Heracles' club, APl.4.103 (Tull. Gem.).    II sprouting, budding, Hes.Op.421.

German (Pape)

[Seite 811] ὁ, Trieb, Schößling, junger Zweig, Ast; ἐκ πυκινῆς δ' ὕλης πτόρθον κλάσε, Od. 6, 128; τροφαῖσιν ὥς τις πτόρθος ηὐξόμην, Eur. Hec. 20; πτόρθοισι δάφνης, Ion 103; μαλάχης, Ar. Plut. 544, ἐπὶ τοὺς πτόρθους καὶ τοὺς νέους κλῶνας, Plat. Prot. 334 b; Folgde; ἁπαλός, Pol. 7, 1, 3.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
jeune branche.
Étymologie: DELG étym. ignorée.

English (Autenrieth)

sapling, Od. 6.128†.

Greek Monolingual

και πόρθος, ὁ, Α
1. νέος, τρυφερός κλάδος φυτού, βλαστάρι (α. «ἐκ πυκίνης δ' ὕλης πτόρθον κλάσε χειρὶ παχείῃ φύλλων», Ομ. Οδ.
β. «πτόρθους ἁπαλοὺς ἀποτρώγουσαι», Εύπ.)
2. η βλάστηση, η έκφυση κλώνων («φύλλα δ' ἔραζε χέει, πτόρθοιό τε λήγει», Ησίοδ.)
3. φρ. «πτόρθος μέγας» — το μεγάλο ρόπαλο του Ηρακλή, η μεγάλη κλάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχουν διατυπωθεί διάφορες υποθέσεις, οι οποίες όμως παραμένουν ανεπιβεβαίωτες, όπως η σύνδεση της λ. με τους τ. πόρτις, παρθένος ή με το γερμ. Bart «γενειάδα, μούσι»].

Greek Monotonic

πτόρθος: ὁ,
I. νεαρός βλαστός, βλαστάρι, ριζοβλάσταρο, φυντανάκι, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.· πτόρθος μέγας, λέγεται για το ρόπαλο του Ηρακλή, σε Ανθ.
II. βλάστηση, μπουμπούκισμα, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

πτόρθος:1) отпрыск, побег Hom., Eur., Arph., Plat., Arst., Plut.;
2) произрастание Hes.