ῥάκιον: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ῥάκιον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[ῥάκος]], [[κουρέλι]]· [[κενός]], [[κυρίως]], στον πληθ., <i>ῥάκια</i>, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ῥάκιον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[ῥάκος]], [[κουρέλι]]· [[κενός]], [[κυρίως]], στον πληθ., <i>ῥάκια</i>, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥάκιον:''' (ᾰ) τό [demin. к [[ῥάκος]]<br /><b class="num">1)</b> (преимущ. pl.) лохмотья Arph.;<br /><b class="num">2)</b> перен. лоскут, обрывок, клок (ῥ. τι τοῦ δράματος Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:20, 1 January 2019
English (LSJ)
τό, Dim. of ῥάκος, mostly in pl.,
A rags, Ar.Ach.412, V.128, al.: in sg., ῥάκιόν τι τοῦ παλαιοῦ δράματος Id.Ach.415; of a tattered flag, Them.Or.16.210b. [ῥᾱκ- in BCH51.326 (Athens), pl.]
German (Pape)
[Seite 833] τό, dim. von ῥάκος; Ar. Ach. 387 Vesp. 128 u. öfter; Luc. D. mort. 1, 2 Gall. 26 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ῥάκιον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ ῥάκος, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ῥάκι’ ἐκ τραγῳδίας Ἀριστοφ. Ἀχ. 412, Σφ. 128, κ. ἀλλ.· ― ἐν τῷ ἑνικῷ, ῥάκιόν τι τοῦ παλαιοῦ δράματος Ἀχ. 415.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
loque, haillon.
Étymologie: dim. de ῥάκος.
Greek Monolingual
τὸ, Α ῥάκος
(με υποκορ. σημ.)
1. μικρό ράκος, κουρελάκι
2. πιθ. επίδεσμος από κουρέλι
3. σημαία από κουρέλια.
Greek Monotonic
ῥάκιον: [ᾰ], τό, υποκορ. του ῥάκος, κουρέλι· κενός, κυρίως, στον πληθ., ῥάκια, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ῥάκιον: (ᾰ) τό [demin. к ῥάκος
1) (преимущ. pl.) лохмотья Arph.;
2) перен. лоскут, обрывок, клок (ῥ. τι τοῦ δράματος Arph.).