σιγμός: Difference between revisions

From LSJ

ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμίαaccordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)

Source
(37)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[σίζω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σίζω]], [[συριστικός]] [[ήχος]], [[συριγμός]] («ἀφίησι... τὰ μὲν συριγμόν,... τὰ δὲ σιγμὸν [[μικρόν]], [[ὥσπερ]] αἱ χελῶναι», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=ο, ΝΑ [[σίζω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σίζω]], [[συριστικός]] [[ήχος]], [[συριγμός]] («ἀφίησι... τὰ μὲν συριγμόν,... τὰ δὲ σιγμὸν [[μικρόν]], [[ὥσπερ]] αἱ χελῶναι», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''σιγμός:''' ὁ<b class="num">1)</b> свист (sc. τῶν χελωνῶν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> свистящее звучание (sc. τοῦ [[σίγμα]] Sext.).
}}
}}

Revision as of 03:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σιγμός Medium diacritics: σιγμός Low diacritics: σιγμός Capitals: ΣΙΓΜΟΣ
Transliteration A: sigmós Transliteration B: sigmos Transliteration C: sigmos Beta Code: sigmo/s

English (LSJ)

ὁ, (σίζω)

   A hissing, as of tortoises, Arist.HA536a7; as a signal, Plu.2.593b; in Magic, Plot.2.9.14; in Gramm., of sibilants, D.T.631.18, Phld.Po.Herc.994.33, S.E.M.1.102.

German (Pape)

[Seite 878] ὁ, das Zischen, Arist. H. A. 4, 9; der Zischlaut, S. Emp. adv. gramm. 102; auch σισμός, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σιγμός: ὁ, (σίζω) τὸ σίζειν, σύριγμα, ἢ συριστικὸς ἦχος, οἷος ὁ τῶν χελωνῶν,· Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 9· ὡς σημεῖον, Πλούτ. 2. 593Β· παρὰ τοῖς γραμματ., ἐπὶ συριστικῶν γραμμάτων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 102.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
sifflement.
Étymologie: σίζω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ σίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σίζω, συριστικός ήχος, συριγμός («ἀφίησι... τὰ μὲν συριγμόν,... τὰ δὲ σιγμὸν μικρόν, ὥσπερ αἱ χελῶναι», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

σιγμός:1) свист (sc. τῶν χελωνῶν Arst.);
2) свистящее звучание (sc. τοῦ σίγμα Sext.).