σιδηρόχαλκος: Difference between revisions
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σῑδηρόχαλκος:''' -ον, αυτός που είναι κατασκευασμένος από σίδηρο και χαλκό, [[τομή]], σε Λουκ. | |lsmtext='''σῑδηρόχαλκος:''' -ον, αυτός που είναι κατασκευασμένος από σίδηρο και χαλκό, [[τομή]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σῐδηρόχαλκος:''' сделанный из железа и меди ([[τομή]] Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:36, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A of iron and copper, τομή Luc. Ocyp.96, cf. Zos.Alch.p.214B.
German (Pape)
[Seite 880] von Eisen und Kupfer, τομή, Luc. Ocyp. 96.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρόχαλκος: -ον, ὁ ἐκ σιδήρου καὶ χαλκοῦ, τομή Λουκ. Ὠκύπ. 90.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fait de fer et de cuivre.
Étymologie: σίδηρος, χαλκός.
Greek Monolingual
ο / σιδηρόχαλκος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
κράμα από σίδηρο και χαλκό
αρχ.
αυτός που αποτελείται από σίδηρο και χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + χαλκός.
Greek Monotonic
σῑδηρόχαλκος: -ον, αυτός που είναι κατασκευασμένος από σίδηρο και χαλκό, τομή, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
σῐδηρόχαλκος: сделанный из железа и меди (τομή Luc.).