σπουδάρχης: Difference between revisions
μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε → do not judge, or you will be judged | do not judge, lest you should be judged | judge not, that ye be not judged | judge not, that you be not judged | do not judge, so that you will not be judged | do not judge so that you will not be judged | do not judge lest you be judged | do not judge, so that you won't be judged | you shall not judge, lest you be judged | don't condemn others, and God won't condemn you | judge not, that you may not be judged | stop judging so that you will not be judged | do not judge others, so that God will not judge you
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σπουδάρχης:''' -ου, ὁ ([[ἄρχω]]), αυτός που ενεργεί δυναμικά, που πασχίζει να καταλάβει [[δημόσιο]] [[αξίωμα]], [[θεσιθήρας]], σε Ξεν. | |lsmtext='''σπουδάρχης:''' -ου, ὁ ([[ἄρχω]]), αυτός που ενεργεί δυναμικά, που πασχίζει να καταλάβει [[δημόσιο]] [[αξίωμα]], [[θεσιθήρας]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σπουδάρχης:''' ου ὁ домогающийся государственного поста (Xen. - v. l. [[σπουδαρχία]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:48, 1 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who is eager for offices of state, placeman, X.Smp.1.4; but σπουδαρχίας is restored from Hsch. and Phryn.PSp.109 B.
German (Pape)
[Seite 925] ὁ, Einer der sich zu Staatsämtern, Ehrenstellen u. dgl. heftig zudrängt, sie immer führen will, Xen. Conv. 1, 4, wo Dindorf σπουδαρχίας herstellt, s. unten das Wort.
Greek (Liddell-Scott)
σπουδάρχης: -ου, ὁ, ὁ μετὰ προθυμίας καὶ σπουδῆς ἐνεργῶν διὰ δημοσίαν τινὰ θέσιν ἢ ἀξίωμα, θεσιθήρας, Ξεν. Συμπ. 1, 4· ἀλλ’ ὁ L. Dind. ἀπορρίπτει τὴν λέξιν ἀναγινώσκων σπουδαρχίας ἐκ τοῦ Ἡσυχ. καὶ τῶν Α. Β. 63. ΙΙ. ὁ μετὰ ζήλου καὶ προθυμίας ἀρχόμενός τινος, Θεόδ. Στουδ. 22Β, 39Α.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
celui qui brigue une charge.
Étymologie: σπουδή, ἀρχή.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
μσν.
αυτός που αρχίζει κάτι με ζήλο και προθυμία
αρχ.
αυτός που επιδιώκει με κάθε μέσο να καταλάβει μια επίσημη θέση, ένα αξίωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδή + -άρχης (< ἄρχω)].
Greek Monotonic
σπουδάρχης: -ου, ὁ (ἄρχω), αυτός που ενεργεί δυναμικά, που πασχίζει να καταλάβει δημόσιο αξίωμα, θεσιθήρας, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
σπουδάρχης: ου ὁ домогающийся государственного поста (Xen. - v. l. σπουδαρχία).