σπουδαρχία

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπουδαρχία Medium diacritics: σπουδαρχία Low diacritics: σπουδαρχία Capitals: ΣΠΟΥΔΑΡΧΙΑ
Transliteration A: spoudarchía Transliteration B: spoudarchia Transliteration C: spoudarchia Beta Code: spoudarxi/a

English (LSJ)

ἡ, eagerness to gain offices of state, canvassing for them, Lat. ambitus, Ph.1.290, Plu.Aem.38, D.C.52.15.

German (Pape)

[Seite 925] ἡ, eifriges Streben nach Staatsämtern, ambitus, Plut. Aemil. Paull. 38 u. a. Sp., wie D. Cass. 52, 15.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
brigue pour une charge.
Étymologie: σπουδάρχης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπουδαρχία -ας, ἡ [σπουδή, ἄρχω] (kwalijke) politieke ambitie, het werven van stemmen.

Russian (Dvoretsky)

σπουδαρχία:усиленная погоня за государственным постом, карьеристские происки Plut.

Greek (Liddell-Scott)

σπουδαρχία: ἡ, προθυμία πρὸς ἀπόκτησιν δημοσίου τινὸς ἀξιώματος, δραστηρία ἐνέργεια πρὸς ἀπόκτησιν αὐτοῦ, θεσιθηρία, Λατ. ambitus, Πλουτ. Αἰμίλ. 38, Δίων Κ. 52. 15, Φίλων 1. 290.

Greek Monolingual

ἡ, Α σπουδάρχης
σφοδρή επιθυμία για την κατάληψη δημόσιου αξιώματος, θεσιθηρία.

Greek Monotonic

σπουδαρχία: ἡ, υπερβολική προθυμία για την κατάληψη δημοσίου αξίωματος, θεσιθηρία, Λατ. ambitus, σε Πλούτ.

Middle Liddell

σπουδαρχία, ἡ, [from σπουδάρχης
canvassing for office, Lat. ambitus, Plut.