συμπλάσσω: Difference between revisions
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συμπλάσσω:''' Αττ. -ττω, αόρ. αʹ <i>συνέπλᾰσα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[πλάθω]] ή [[διαμορφώνω]] μαζί· <i>γαίης</i>, από πηλό, σε Ησίοδ. — Παθ., σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ρήτορες και συγγραφείς, <i>ξυνομολογοῦντες καὶ ξυμπλάττοντες</i>, συμφωνώντας σε μια [[υπόθεση]] ή στη [[μυθοπλασία]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[επινοώ]] ή [[εφευρίσκω]], [[πλάθω]] μαζί, σε Δημ. | |lsmtext='''συμπλάσσω:''' Αττ. -ττω, αόρ. αʹ <i>συνέπλᾰσα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[πλάθω]] ή [[διαμορφώνω]] μαζί· <i>γαίης</i>, από πηλό, σε Ησίοδ. — Παθ., σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ρήτορες και συγγραφείς, <i>ξυνομολογοῦντες καὶ ξυμπλάττοντες</i>, συμφωνώντας σε μια [[υπόθεση]] ή στη [[μυθοπλασία]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[επινοώ]] ή [[εφευρίσκω]], [[πλάθω]] μαζί, σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμπλάσσω:''' атт. [[συμπλάττω]]<br /><b class="num">1)</b> лепить Arst. σ. γαίης Hes. лепить из земли (глины); [[σησαμῆ]] ξυμπλάττεται Arph. готовится (свадебный) кунжутный пирог;<br /><b class="num">2)</b> совместно придумывать, сочинять Aeschin., Dem.: συνομολογεῖν καὶ σ. Plat. придумывать общими усилиями. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:08, 1 January 2019
English (LSJ)
Att.συμπλάττω, pf. -πέπλᾰκα prob.cj. in J.Ap.2.2:—
A moula or fashion together, γαίης of clay, Hes.Th.571, cf. Hermipp.41; of bees, Arist.HA628a34, GA761a7; of Prometheus, τὸν ἄνθρωπον Aristid.Or.42(6).7:—Pass., σησαμῆ ξυμπλάττεται Ar.Pax869; τῶν ἐντὸς [τῆς κνήκου] . . μέλιτι συμπλασθέντων Diocl.Fr.140. 2 of speakers and writers, συνομολογοῦντες καὶ σ. by agreeing on an hypothesis and a fiction, Pl.Chrm.175d:—Med., συγγράφεσθαι καὶ συμπλάττεσθαι D.C.50.5. 3 metaph., feign or fabricate together, αἰτίας καὶ ἐγκλήματα D.36.16; σ. ἑαυτῷ ἐνύπνιον Aeschin.3.77.
German (Pape)
[Seite 987] att. -πλάττω (s. πλάσσω), zusammenformen; γαίης, aus Erde, Hes. Th. 571; σησαμῆ ξυμπλάττεται, Ar. Pax 834; Plat. Charm. 175 d; u. übertr., erdichten, αἰτίας συμπλάσας Dem. 36, 16; συμπλάσας ἑαυτῷ ἐνύπνιον, Aesch. 3, 77.
Greek (Liddell-Scott)
συμπλάσσω: Ἀττ. -ττω, πλάττω ὁμοῦ, γαίης, ἐκ χώματος, Ἡσ. Θεογ. 571· λέγεται ἐπὶ τῶν μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, 10, π. Ζ. Γεν. 3. 10, 28. ― Παθ., σησαμῆ ξυμπλάττεται Ἀριστοφ. Εἰρ. 869. 2) ἐπὶ ῥητόρων ἢ συγγραφέων, ξυνομολογοῦντες καὶ ξ., συμφωνοῦντες εἰς ὑποθέσεις καὶ εἰς πλαστὰ πράγματα, Πλάτ. Χαρμ. 175D. ― Mέσ., συγγράφεσθαι καὶ συμπλάττεσθαι Δίων Κ. 50. 5. 3) μεταφορ., πλάττω, κατασκευάζω, ἐφευρίσκω, αἰτίας καὶ ἐγκλήματα Δημ. 949. 13· σ. τι ἑαυτῷ Αἰσχίν. 64. 34.
French (Bailly abrégé)
former ensemble, façonner ensemble, construire ; fig. imaginer, combiner;
Moy. συμπλάσσομαι imaginer, combiner.
Étymologie: σύν, πλάσσω.
Greek Monolingual
και αττ. τ. συμπλάττω Α πλάσσω
1. διαπλάθω, δίνω μορφή («γαίης γὰρ σύμπλασσε περικλυτὸς Ἀμφιγυήεις παρθένῳ αἰδοίῃ ἴκελον», Ησίοδ.)
2. προσποιούμαι, υποκρίνομαι
3. (ιδίως για ρήτορες ή συγγραφείς) συμφωνώ στη δημιουργία πλαστής υπόθεσης («ὃ ἡμεῑς... ξυνομολογοῡντες καὶ ξυμπλάττοντες ἐτιθέμεθα σωφροσύνην εἶναι», Πλάτ.)
4. μτφ. επινοώ, εφευρίσκω.
Greek Monolingual
και αττ. τ. συμπλάττω Α πλάσσω
1. διαπλάθω, δίνω μορφή («γαίης γὰρ σύμπλασσε περικλυτὸς Ἀμφιγυήεις παρθένῳ αἰδοίῃ ἴκελον», Ησίοδ.)
2. προσποιούμαι, υποκρίνομαι
3. (ιδίως για ρήτορες ή συγγραφείς) συμφωνώ στη δημιουργία πλαστής υπόθεσης («ὃ ἡμεῑς... ξυνομολογοῡντες καὶ ξυμπλάττοντες ἐτιθέμεθα σωφροσύνην εἶναι», Πλάτ.)
4. μτφ. επινοώ, εφευρίσκω.
Greek Monotonic
συμπλάσσω: Αττ. -ττω, αόρ. αʹ συνέπλᾰσα·
1. πλάθω ή διαμορφώνω μαζί· γαίης, από πηλό, σε Ησίοδ. — Παθ., σε Αριστοφ.
2. λέγεται για ρήτορες και συγγραφείς, ξυνομολογοῦντες καὶ ξυμπλάττοντες, συμφωνώντας σε μια υπόθεση ή στη μυθοπλασία, σε Πλάτ.
3. μεταφ., επινοώ ή εφευρίσκω, πλάθω μαζί, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
συμπλάσσω: атт. συμπλάττω
1) лепить Arst. σ. γαίης Hes. лепить из земли (глины); σησαμῆ ξυμπλάττεται Arph. готовится (свадебный) кунжутный пирог;
2) совместно придумывать, сочинять Aeschin., Dem.: συνομολογεῖν καὶ σ. Plat. придумывать общими усилиями.