συνασχαλάω: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
(nl)
(4)
Line 24: Line 24:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συν-ασχᾰλάω, Att. ξυνασχαλάω, ook verontwaardigd zijn over, met dat.
|elnltext=συν-ασχᾰλάω, Att. ξυνασχαλάω, ook verontwaardigd zijn over, met dat.
}}
{{elru
|elrutext='''συνασχᾰλάω:''' сообща негодовать, вместе возмущаться (τίς οὐ ξυνασχαλᾷ κακοῖς [[τεοῖσι]]; Aesch.).
}}
}}

Revision as of 04:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνασχᾰλάω Medium diacritics: συνασχαλάω Low diacritics: συνασχαλάω Capitals: ΣΥΝΑΣΧΑΛΑΩ
Transliteration A: synaschaláō Transliteration B: synaschalaō Transliteration C: synaschalao Beta Code: sunasxala/w

English (LSJ)

   A sympathize indignantly with, τίς οὐ ξυνασχαλᾷ κακοῖς τεοῖσι; A.Pr.162 (lyr.), cf. 245; but in 305, θεωρήσων τύχας ἐμὰς... καὶ ξυνασχαλῶν κακοῖς, ξυνασχαλῶν must be fut. of συνασχάλλω.

German (Pape)

[Seite 1005] = Folgdm; τίς οὐ ξυνασχαλᾷ κακοῖς τεοῖσι, Aesch. Prom. 161, vgl. 243. 303.

Greek (Liddell-Scott)

συνασχᾰλάω: ἀγανακτῶ ὁμοῦ μετά τινος, τίς οὐ ξυνασχαλᾷ κακοῖς τεοῖσι; Αἰσχύλ. Πρ. 161, πρβλ. 243· ἀλλ’ ἐν στίχ. 303, θεωρήσων τύχας ἐμάς..., καὶ ξυνασχαλῶν κακοῖς, ― τὸ ξυνασχαλῶν θὰ εἶναι μέλλ. τοῦ συνασχάλλω· ἴδε ἐν λέξει ἀσχαλάω.

French (Bailly abrégé)

compatir à, τινι.
Étymologie: σύν, ἀσχαλάω.

Greek Monotonic

συνασχᾰλάω: μόνο σε ενεστ., αγανακτώ από κοινού με κάποιον για κάτι, με δοτ., σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ασχᾰλάω, Att. ξυνασχαλάω, ook verontwaardigd zijn over, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συνασχᾰλάω: сообща негодовать, вместе возмущаться (τίς οὐ ξυνασχαλᾷ κακοῖς τεοῖσι; Aesch.).