τῷ: Difference between revisions
Καλόν τοι τὸ ταύτης τῆς γῆς ὕδωρ, κακοὶ δὲ οἱ ἄνθρωποι. → Sweet is the water of this land, but the people are bad.
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τῷ:'''<b class="num">I.</b> δοτ. ενικ. του ουδ. άρθρου <i>τό</i>, σε [[χρήση]] απολ., κατ' αυτόν τον τρόπο, [[συνεπώς]], επ' [[αυτού]], σε Όμηρ. <b>II. 1.τῷ;</b> αντί <i>τίνι;</i> δοτ. ενικ. του τίς; = [[ποιος]]; <b>2.τῷ</b>, εγκλιτ. αντί <i>τινί</i>, δοτ. ενικ. της αόρ. αντων. τις, [[κάποιος]]. | |lsmtext='''τῷ:'''<b class="num">I.</b> δοτ. ενικ. του ουδ. άρθρου <i>τό</i>, σε [[χρήση]] απολ., κατ' αυτόν τον τρόπο, [[συνεπώς]], επ' [[αυτού]], σε Όμηρ. <b>II. 1.τῷ;</b> αντί <i>τίνι;</i> δοτ. ενικ. του τίς; = [[ποιος]]; <b>2.τῷ</b>, εγκλιτ. αντί <i>τινί</i>, δοτ. ενικ. της αόρ. αντων. τις, [[κάποιος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τῷ:''' <b class="num">1)</b> dat. к ὁ и τό;<br /><b class="num">2)</b> dat. к ὅς и ὅ;<br /><b class="num">3)</b> = τῳ. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:24, 1 January 2019
English (LSJ)
dat. sg. neut. of ὁ, ἡ, τό, used abs.,
A therefore, in this wise, then, Hom., v. ὁ, ἡ, τό, A. VIII. 2 a, b; ἀλλ' οὔτε περισπᾶται οὔτε σὺν τῷ ῑ γράφεται (i.e. τώ) A.D.Adv.199.2: written τὼ in Alc.Supp.26.11. II τῷ; for τίνι; dat. sg. of τίς; who? but 2 τῳ, enclit. for τινί, dat. sg. of τις, some one.
German (Pape)
[Seite 1167] dat. sing. vom neutr. τό, absol. gebraucht, darum, auf diese Weise (s. ὁ). – Auch = τινί, s. τίς.
Greek (Liddell-Scott)
τῷ: δοτικ. ἑνικ. τοῦ οὐδετ. ἄρθρου τό, ἐν χρήσει ἀπολ., ὅθεν, διὰ τοῦτο, κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον, ἐπὶ τούτῳ, Ὅμ.· ἴδε ὁ, ἡ, τό, Β. VIII. 3. II. τῷ; ἀντὶ τίνι; δοτικ. ἑνικ. τοῦ τίς; ἀλλά. 2) τῳ, ἐγκλ. ἀντὶ τινι, δοτικ. ἑνικ. τῆς ἀορίστου ἀντωνυμίας τις.
French (Bailly abrégé)
dat. sg.
1 de l’art. ὁ, ἡ, τό;
2 poét., du relat. ὅς, ἥ, ὅ;
3 att. p. τίνι, de τίς interr.
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
τῷ:I. δοτ. ενικ. του ουδ. άρθρου τό, σε χρήση απολ., κατ' αυτόν τον τρόπο, συνεπώς, επ' αυτού, σε Όμηρ. II. 1.τῷ; αντί τίνι; δοτ. ενικ. του τίς; = ποιος; 2.τῷ, εγκλιτ. αντί τινί, δοτ. ενικ. της αόρ. αντων. τις, κάποιος.
Russian (Dvoretsky)
τῷ: 1) dat. к ὁ и τό;
2) dat. к ὅς и ὅ;
3) = τῳ.