φθεγκτός: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
(45)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[φθέγγομαι]]<br />αυτός που έχει ή μπορεί να παραγάγει [[φωνή]].
|mltxt=-ή, -όν, Α [[φθέγγομαι]]<br />αυτός που έχει ή μπορεί να παραγάγει [[φωνή]].
}}
{{elru
|elrutext='''φθεγκτός:''' [adj. verb. к [[φθέγγομαι]] звучащий или звучный ([[τόνος]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 05:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθεγκτός Medium diacritics: φθεγκτός Low diacritics: φθεγκτός Capitals: ΦΘΕΓΚΤΟΣ
Transliteration A: phthenktós Transliteration B: phthenktos Transliteration C: fthegktos Beta Code: fqegkto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A capable of being sounded, Plu.2.1017f.

German (Pape)

[Seite 1270] adj. verb. von φθέγγομαι, lautend, tönend, einen Ton, Klang habend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φθεγκτός: -ή, -όν, ῥηματ., ἐπίθ., ὁ ἠχῶν, φωνητικός, ἔχων φωνήν, Πλούτ. 2. 1017F· ― ὡσαύτως παρὰ τῷ Μαξίμ. Τυρ. 14. 2, φθεγκτικός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui rend un son.
Étymologie: φθέγγομαι.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α φθέγγομαι
αυτός που έχει ή μπορεί να παραγάγει φωνή.

Russian (Dvoretsky)

φθεγκτός: [adj. verb. к φθέγγομαι звучащий или звучный (τόνος Plut.).