φίλυδρος: Difference between revisions
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
(45) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[φίλυδρος]], -ον, ΝΜΑ<br />(για [[φυτό]]) αυτός που αναπτύσσεται στο [[νερό]], που χρειάζεται πολύ [[νερό]] για να αναπτυχθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υδρόφιλος]] («φίλυδρο [[βαμβάκι]]»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[φίλυδρος]]<br /><b>ζωολ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] γένους κολεόπτερων εντόμων<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το φίλυδρο</i><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] δικότυλων αγγειόσπερμων [[φυτών]] της οικογένειας [[φιλυδρίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[άλογο]]) αυτός που του αρέσει το [[λουτρό]], το [[νερό]] («φιλόλουτρον τὸ [[ζῷον]] καὶ φίλυδρον», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>υδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὕδωρ]], <i>ὕδατος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>χέρσ</i>-<i>υδρος</i>]. | |mltxt=-η, -ο / [[φίλυδρος]], -ον, ΝΜΑ<br />(για [[φυτό]]) αυτός που αναπτύσσεται στο [[νερό]], που χρειάζεται πολύ [[νερό]] για να αναπτυχθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υδρόφιλος]] («φίλυδρο [[βαμβάκι]]»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[φίλυδρος]]<br /><b>ζωολ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] γένους κολεόπτερων εντόμων<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το φίλυδρο</i><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] δικότυλων αγγειόσπερμων [[φυτών]] της οικογένειας [[φιλυδρίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[άλογο]]) αυτός που του αρέσει το [[λουτρό]], το [[νερό]] («φιλόλουτρον τὸ [[ζῷον]] καὶ φίλυδρον», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>υδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὕδωρ]], <i>ὕδατος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>χέρσ</i>-<i>υδρος</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φίλυδρος:''' любящий воду (τὸ [[ζῷον]] Arst.; [[φυτόν]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:44, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A loving water, of the horse, Arist.HA605a13; λάχανα Thphr.HP7.5.1, cf. 6.7.6.
German (Pape)
[Seite 1289] Wasser, wässerige Dinge liebend; Arist. H. A. 8, 24; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φίλυδρος: -ον, ὁ φιλῶν τὸ ὕδωρ, ἐπὶ τοῦ ἵππου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 11· λάχανα Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 5, 1.
Greek Monolingual
-η, -ο / φίλυδρος, -ον, ΝΜΑ
(για φυτό) αυτός που αναπτύσσεται στο νερό, που χρειάζεται πολύ νερό για να αναπτυχθεί
νεοελλ.
1. υδρόφιλος («φίλυδρο βαμβάκι»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο φίλυδρος
ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους κολεόπτερων εντόμων
3. το ουδ. ως ουσ. το φίλυδρο
βοτ. γένος δικότυλων αγγειόσπερμων φυτών της οικογένειας φιλυδρίδες
αρχ.
(για άλογο) αυτός που του αρέσει το λουτρό, το νερό («φιλόλουτρον τὸ ζῷον καὶ φίλυδρον», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -υδρος (< ὕδωρ, ὕδατος), πρβλ. χέρσ-υδρος].