ὑφορβός: Difference between revisions
From LSJ
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑφορβός:''' ὁ, = [[συφορβός]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ὑφορβός:''' ὁ, = [[συφορβός]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑφορβός:''' ὁ [ὗς] свинопас Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:04, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A v. συφορβός, and add PPetr.2p.113 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1246] ὁ, wie συφορβός, ὑοφορβός, Sauhirt, Od. oft.
Greek (Liddell-Scott)
ὑφορβός: ἴδε συφορβός.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
porcher.
Étymologie: ὗς, φέρβω.
English (Autenrieth)
(ὗς, φέρβω): swineherd; with ἆνέρες, Od. 14.410. (Od.)
Greek Monolingual
και ὑοφορβός, ὁ, Α
(επικ. τ.) ο χοιροβοσκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς, ὑός «χοίρος» + -φορβός (< φέρβω «τρέφω»), πρβλ. ἱππο-φορβός].
Greek Monotonic
ὑφορβός: ὁ, = συφορβός, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑφορβός: ὁ [ὗς] свинопас Hom.