ψώχω: Difference between revisions

From LSJ

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ψώχω:''' ([[ψάω]]), [[τρίβω]], [[ψώχω]] [[τὰς]] στάχυας, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ψώχω:''' ([[ψάω]]), [[τρίβω]], [[ψώχω]] [[τὰς]] στάχυας, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ψώχω:''' растирать, крошить (τὰς στάχυας ταῖς [[χερσί]] NT).
}}
}}

Revision as of 06:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψώχω Medium diacritics: ψώχω Low diacritics: ψώχω Capitals: ΨΩΧΩ
Transliteration A: psṓchō Transliteration B: psōchō Transliteration C: psocho Beta Code: yw/xw

English (LSJ)

(ψώω)

   A rub small, ψ. τοὺς στάχυας ταῖς χερσί Ev.Luc.6.1, cf. Dsc.5.159 (Pass.):—Med., Nic.Th.629, cf. κατα-σώχω.

German (Pape)

[Seite 1406] zerreiben, zermalmen, klein machen, Nic. Ther. 629. – Vgl. σώχω.

Greek (Liddell-Scott)

ψώχω: (ψώω), τρίβω, ψ. τοὺς στάχυας ταῖς χερσὶ Ἐυαγ. κ. Λουκ. Ϛ΄. 1· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ Νικ. Θηρ. 619· - ὑπάρχει μαλακώτερος Ἰωνικ. τύπος κατα-σώχω, παρ’ Ἡροδ. 4. 75.

French (Bailly abrégé)

broyer, émietter.
Étymologie: DELG ψάω.

English (Strong)

prolongation from the same base as ψάλλω; to triturate, i.e. (by analogy) to rub out (kernels from husks with the fingers or hand): rub.

English (Thayer)

(from the obsolete ψοώο for ψάω); to rub, rub to pieces: τάς στάχυας ταῖς χερσίν, Nicander.))

Greek Monolingual

και σώχω Α
κατατρίβω, κονιορτοποιώ («καὶ ἔτιλλον οἱ μαθηταὶ αὐτοῡ τοὺς στάχυας καὶ ἤσθιον ψώχοντες ταῑς χερσί», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. ψη- του ψήω / ψῆν «τρίβω», με ενεστ. επίθημα -χω, δηλωτικό του τέλους της πράξης (πρβλ. τρύ-χω, ψύ-χω)].

Greek Monotonic

ψώχω: (ψάω), τρίβω, ψώχω τὰς στάχυας, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ψώχω: растирать, крошить (τὰς στάχυας ταῖς χερσί NT).