χρυσοβαφής: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χρῡσοβᾰφής:''' -ές ([[βάπτω]]), χρυσωμένος, [[χρυσοκέντητος]], σε Πλούτ., Ανθ.
|lsmtext='''χρῡσοβᾰφής:''' -ές ([[βάπτω]]), χρυσωμένος, [[χρυσοκέντητος]], σε Πλούτ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''χρῡσοβᾰφής:''' <b class="num">1)</b> окрашенный, т. е. расшитый золотом (ἐμβάδες Plut.);<br /><b class="num">2)</b> блистающий золотом (ἄνακτες Anth.).
}}
}}

Revision as of 06:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοβᾰφής Medium diacritics: χρυσοβαφής Low diacritics: χρυσοβαφής Capitals: ΧΡΥΣΟΒΑΦΗΣ
Transliteration A: chrysobaphḗs Transliteration B: chrysobaphēs Transliteration C: chrysovafis Beta Code: xrusobafh/s

English (LSJ)

ές,

   A gold-embroidered, Plu.Demetr.41; χ. ἄνακτες Simm.25.

German (Pape)

[Seite 1380] ές, goldgefärbt, goldfarbig, aber auch = χρυσογραφής, goldgestickt; ἄνακτες Simmi. (XV, 22); bei Plut. Demetr. 41 zw.; vgl. Callixen. bei Ath. V, 200 d.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοβᾰφής: -ές, κεχρυσωμένος, χρυσοκέντητος, = χρυσογραφής, Πλουτ. Δημήτρ. 41· οὕτω, χρ. ἄνακτες Ἀνθ. Π. 15. 22· πρβλ. Hemst. εἰς Λουκ. 1. 623.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
teint en or, càd qui a des vêtements ou des chaussures brodées d’or.
Étymologie: χρυσός, βάπτω.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
βαμμένος με χρυσό χρώμα
αρχ.
αυτός που φορεί χρυσά ενδύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -βαφής (< βαφή < βάπτω), πρβλ. αἱμο-βαφής].

Greek Monotonic

χρῡσοβᾰφής: -ές (βάπτω), χρυσωμένος, χρυσοκέντητος, σε Πλούτ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσοβᾰφής: 1) окрашенный, т. е. расшитый золотом (ἐμβάδες Plut.);
2) блистающий золотом (ἄνακτες Anth.).