δακνώδης: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(8) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δακνώδης]], -ες (AM)<br /><b>1.</b> [[δηκτικός]], [[τσουχτερός]]<br /><b>2.</b> [[επίπονος]], [[επώδυνος]]. | |mltxt=[[δακνώδης]], -ες (AM)<br /><b>1.</b> [[δηκτικός]], [[τσουχτερός]]<br /><b>2.</b> [[επίπονος]], [[επώδυνος]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δακνώδης -ες [δάκνω] bijtend. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 1 January 2019
English (LSJ)
ες,
A biting, pungent, Hp. Aph.5.20, Gal.6.237; painful, Mich.in EN499.3.
German (Pape)
[Seite 519] ες, beißend, reizend, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰκνώδης: -ες, (εἶδος) δάκνων, δηκτικός, ἐρεθιστικός, ἐγγικτικός, Ἱπ.. Ἀφ. 1253, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
mordant, piquant.
Étymologie: δάκνω, -ωδης.
Spanish (DGE)
-ες
1 medic. mordiente, punzante, irritante ἕλκεσι τὸ μὲν ψυχρὸν δακνῶδες Hp.Aph.5.20, δριμύτης Gal.6.237, cf. Steph.in Gal.239, ῥεῦμα Hp.Epid.1.26.5, φάρυγγες οὐ λίην δακνώδεες Hp.Epid.3.13, πυρετοὶ ... δακνώδεις τῇ χειρί fiebres mordientes al tacto Hp.Epid.6.1.14, περιττώματα Gal.6.240, λεπίδες Aët.2.59
•fig. τὸ προΐεσθαι τοῦ λαμβάνειν δακνωδέστερόν ἐστι Mich.in EN 499.3.
2 adv. -ῶς de modo mordiente o punzante δ. ἀλγοῦσι τὴν κεφαλήν Gal.15.688.
Greek Monolingual
δακνώδης, -ες (AM)
1. δηκτικός, τσουχτερός
2. επίπονος, επώδυνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δακνώδης -ες [δάκνω] bijtend.