διαισθάνομαι: Difference between revisions
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
(1b) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διαισθάνομαι:''' (aor. 2 διῃσθόμην) (ясно) воспринимать, различать, распознавать (τι Plat., Arst., Plut.). | |elrutext='''διαισθάνομαι:''' (aor. 2 διῃσθόμην) (ясно) воспринимать, различать, распознавать (τι Plat., Arst., Plut.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δι-αισθάνομαι goed opmerken, onderscheiden. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 1 January 2019
English (LSJ)
A perceive distinctly, distinguish, τι Pl.Sph.253d; τὰς διαφοράς Arist.GA780b17, al.; διάστημα Aristox.Harm.p.14 M.: abs., Pl.Phdr.250b.
German (Pape)
[Seite 580] (s. αἰσθάνομαι), deutlich wahrnehmen, unterscheiden, Plat. Soph. 253 d, ἱκανῶς, u. öfter; τὰς διαφορὰς τῶν ὁρωμένων Arist. gen. anim. 5, 1.
Greek (Liddell-Scott)
διαισθάνομαι: μέλλ. -ήσομαι· ἀποθ., καθαρῶς ἐννοῶ, καταλαμβάνω, διακρίνω ἐντελῶς, τι Πλάτ. Φαίδρ. 250Α, Σοφ. 253D, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ao.2 διῃσθόμην, etc.
percevoir distinctement, acc..
Étymologie: διά, αἰσθάνομαι.
Spanish (DGE)
percibir claramente, distinguir, discernir μίαν ἰδέαν Pl.Sph.253d, τά τε ἀδύνατα ... καὶ τὰ δυνατά Pl.R.360e, τῶν στοιχείων ἕκαστον Pl.Plt.277e, cf. Ti.87c, τὰς διαφοράς Arist.GA 780b17, cf. Plu.2.562b, τὰ διαπεφορημένα καὶ διεστραμμένα τῶν εἰδώλων Arist.Diu.Som.464b13, ὁπόσα τῶν Ἀχαιῶν ἐν Αὐλίδι διῄσθετο Philostr.Her.24.20
•abs. διὰ τὸ μὴ ἱκανῶς διαισθάνεσθαι por la insuficiencia de sus percepciones Pl.Phdr.250b.
Greek Monolingual
(AM διαισθάνομαι)
προβλέπω, εννοώ, αντιλαμβάνομαι με το υποσυνείδητο
αρχ.
κατανοώ, καταλαβαίνω πολύ καλά.
Greek Monotonic
διαισθάνομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω σαφώς, διακρίνω εντελώς, τι, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
διαισθάνομαι: (aor. 2 διῃσθόμην) (ясно) воспринимать, различать, распознавать (τι Plat., Arst., Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δι-αισθάνομαι goed opmerken, onderscheiden.