διακέλευμα: Difference between revisions

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source
(1b)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''διακέλευμα:''' ατος τό распоряжение, приказание Plat.
|elrutext='''διακέλευμα:''' ατος τό распоряжение, приказание Plat.
}}
{{elnl
|elnltext=διακέλευμα -ατος, τό [διακελεύω] opdracht.
}}
}}

Revision as of 06:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακέλευμα Medium diacritics: διακέλευμα Low diacritics: διακέλευμα Capitals: ΔΙΑΚΕΛΕΥΜΑ
Transliteration A: diakéleuma Transliteration B: diakeleuma Transliteration C: diakelevma Beta Code: diake/leuma

English (LSJ)

(better than διακέλ-ευσμα), ατος, τό,

   A an exhortation, command, Pl.Lg.805c.

German (Pape)

[Seite 581] τό, für διακέλευσμα aus mss. hergestellt von Bekk. Plat. Legg. VII, 805 c, Befehl.

Greek (Liddell-Scott)

διακέλευμα: (ἢ -κέλευσμα), τό, παρακίνησις, προσταγή, πρόσταγμα, Πλάτ. Νόμ. 805C.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
recommandation, ordre.
Étymologie: διακελεύομαι.

Spanish (DGE)

-ματος, τό exhortación, orden Pl.Lg.805c.

Greek Monolingual

διακέλευμα και διακέλευσμα, το (AM)
παρόρμηση, παρακίνηση, προσταγή.

Greek Monotonic

διακέλευμα: ή -κέλευσμα, -ατος, τό, παρακίνηση, προσταγή, παράγγελμα, διάταγμα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

διακέλευμα: ατος τό распоряжение, приказание Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διακέλευμα -ατος, τό [διακελεύω] opdracht.