καταμβλύνω: Difference between revisions

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
(2b)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''καταμβλύνω:''' (ῡ) притуплять (κατημβλύνθη [[κέντρον]] Anth.): κ. τὸ [[κέαρ]] τινός Soph. унимать чей-л. гнев.
|elrutext='''καταμβλύνω:''' (ῡ) притуплять (κατημβλύνθη [[κέντρον]] Anth.): κ. τὸ [[κέαρ]] τινός Soph. унимать чей-л. гнев.
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-αμβλύνω stomp maken; overdr.: κ. κέαρ de woede verzachten Soph. OT 688.
}}
}}

Revision as of 06:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμβλύνω Medium diacritics: καταμβλύνω Low diacritics: καταμβλύνω Capitals: ΚΑΤΑΜΒΛΥΝΩ
Transliteration A: katamblýnō Transliteration B: katamblynō Transliteration C: katamvlyno Beta Code: katamblu/nw

English (LSJ)

   A blunt, dull, κατημβλύνθη κέντρον AP5.219 (Agath.): metaph., παριεὶς καὶ καταμβλύνων κέαρ S.OT688.

German (Pape)

[Seite 1363] abstumpfen; κατημβλύνθη κέντρον Agath. 15 (V, 220); übertr., κέαρ Soph. O. R. 688, Schol. ἐκλύω, ἄθυμον ποιῶ.

Greek (Liddell-Scott)

καταμβλύνω: κάμνω τι ἐντελῶς ἀμβλὺ ἢ ἀσθενές, κατημβλύνθη κέντρον Ἀνθ. Π. 5. 220˙ μεταφ., παριεὶς καὶ καταμβλύνων κέαρ Σοφ. Ο. Τ. 688, «ἐκλύων καὶ ἄθυμον ποιῶν» (Σχολ.).

French (Bailly abrégé)

ao. Pass. κατημβλύνθην;
émousser.
Étymologie: κατά, ἀμβλύνω.

Greek Monolingual

καταμβλύνω (Α)
1. κάνω κάτι απολύτως αμβλύ ή ασθενές, στομώνω
2. μτφ. επιφέρω κατάπτωση τών δυνάμεων, προκαλώ αθυμία.

Greek Monotonic

καταμβλύνω: [ῡ], αμβλύνω ή εξασθενίζω, αποδυναμώνω, σε Σοφ.· Παθ. αορ. αʹ κατημβλύνθην, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

καταμβλύνω: (ῡ) притуплять (κατημβλύνθη κέντρον Anth.): κ. τὸ κέαρ τινός Soph. унимать чей-л. гнев.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-αμβλύνω stomp maken; overdr.: κ. κέαρ de woede verzachten Soph. OT 688.