κατάξηρος: Difference between revisions
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
(2b) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κατάξηρος:''' <b class="num">1)</b> высохший, пересохший (ἡ [[γλῶττα]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> изнуренный, изнемогший (sc. διὰ τὸν πόνον Plut.). | |elrutext='''κατάξηρος:''' <b class="num">1)</b> высохший, пересохший (ἡ [[γλῶττα]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> изнуренный, изнемогший (sc. διὰ τὸν πόνον Plut.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατά-ξηρος -ον droog. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A very dry, parched, γλῶσσαι Hp.Prorrh.1.3, cf. Arist.de An.422b5, Thphr.CP6.18.3, etc.; τὸ κ. τῆς βώλου Alciphr.3.35: metaph., ψυχὴ κ. LXXNu.11.6; τὸ κ. τῆς ἐπιθυμίας Alciphr.1.22; of persons, κ. γινομένους πρός τι ἀπαγορεύειν stale, Plu.2.8c. Adv. -ρως, πυρέσσειν Antyll. ap. Orib.9.23.6.
German (Pape)
[Seite 1367] sehr trocken, dürr, Arist. de anim. 2, 10 u. Sp., auch übertr., τὸ κατάξηρον τῆς ἐπιθυμίας Alciphr. 1, 22.
Greek (Liddell-Scott)
κατάξηρος: -ον, λίαν ξηρός, κατεξηραμμένος, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 10, 5, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 18, 3, κλ.· τὸ κατάξηρον τῆς ἐπιθυμίας, ἡ διάπυρος, ἡ φλεγμαίνουσα, Ἀλκίφρων 1. 22., 3. 35.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait sec, entièrement desséché.
Étymologie: κατά, ξηρός.
Greek Monolingual
και κατάξερος, -η, -ο (AM κατάξηρος, -ον)
εντελώς ξηρός
νεοελλ.
μτφ. μόνος, χωρίς συγγενείς και φίλους, ολομόναχος («τώρα που έφυγαν τα παιδιά του έμεινε κατάξερος μέσα στο έρημο σπίτι»)
αρχ.
1. ναρκωμένος, αναίσθητος, χωρίς σφρίγος («νυνὶ δὲ ἡ ψυχἠ ἡμῶν κατάξηρος», ΠΔ)
2. (για πρόσ.) αυτός που δεν έχει επιθυμία ή ζήλο για κάτι («καταξήρους πρὸς τὴν τῆς παιδείας ἐπιμέλειαν», Πλούτ.)
επίρρ...
κατάξερα (Α καταξήρως)
εντελώς ξερά, εντελώς στεγνά
αρχ.
μτφ. με ασκητικό τρόπο («τῷ ἀσκητικῷ βίῳ καταξήρως προσέχοντες», Ιππόλ.).
Russian (Dvoretsky)
κατάξηρος: 1) высохший, пересохший (ἡ γλῶττα Arst.);
2) изнуренный, изнемогший (sc. διὰ τὸν πόνον Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατά-ξηρος -ον droog.