καταψάω: Difference between revisions

From LSJ

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
(2b)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''καταψάω:''' гладить, поглаживать, ласкать (τὴν κεφαλήν τινος Her., Plat.; [[πωλίον]] Arph.; sc. ἵππον Plut.).
|elrutext='''καταψάω:''' гладить, поглаживать, ласкать (τὴν κεφαλήν τινος Her., Plat.; [[πωλίον]] Arph.; sc. ἵππον Plut.).
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-ψάω strelen.
}}
}}

Revision as of 07:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταψάω Medium diacritics: καταψάω Low diacritics: καταψάω Capitals: ΚΑΤΑΨΑΩ
Transliteration A: katapsáō Transliteration B: katapsaō Transliteration C: katapsao Beta Code: kataya/w

English (LSJ)

   A stroke, caress, καταψῶσα τοῦ παιδίου τὴν κεφαλήν Hdt.6.61; καταψῶν αὐτὸν [τὸν κάνθαρον] ὥσπερ πωλίον Ar.Pax75, cf.X.Ap. 28; τὸ φαλακρόν Herod.6.76:—Pass., Asclep. ap. Gal.12.411; to be stroked the right way, Sch.Gen.Il.21.474.    2 metaph., smooth down, Plb.2.13.6, 10.18.3; cajole, wheedle, BGU1011.13 (ii B.C.).    3 scrape down, τοὺς τοίχους IG11(2).199A48(Delos, iii B.C.); rub down, ἅτερος τὸν ἕτερον Luc.Anach.1.

Greek (Liddell-Scott)

καταψάω: τρίβω ἐλαφρά, ἠρέμα διὰ τῆς χειρὸς ἵνα κολακεύσω, ἡμερώσω, «χαϊδεύω» διὰ τῆς χειρός, θωπεύω, ὡς τὸ Ὁμηρικὸν καταρρέζω, καταψῶσα αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν Ἡρόδ. 6. 61· καταψῶν αὐτὸν τὸν κάνθαρον, ὥσπερ πωλίον Ἀριστοφ. Εἰρ. 75, πρβλ. Ξεν. Ἀπολ. 28· τὰς ὑπήνας κ. ἄκροις τοῖς δακτύλοις Εὐνάπ. σ. 201, 21· καταψῆσαι τοῦ ἵππου τὰ ὦτα καὶ τὴν χαίτην Φιλόστρ. σ. 59· τοὺς παῖδας προσαγόμενος καὶ καταψήσας θαρρεῖν ἐκέλευεν Πολύβ. 10. 18, 3· μεταφορ., καθησυχάζω, καταψήσαντες καὶ καταπραΰναντες τὸν Ἀσδρούβαν Πολύβ. 2. 13, 6., 10. 18, 3· ἴδε καταψήχω ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
flatter de la main, caresser, acc..
Étymologie: κατά, ψάω.

Spanish

pasar la mano por, acariciar

Greek Monotonic

καταψάω: μέλ. -ήσω, χτυπώ με το χέρι, τρίβω ελαφρά, χαϊδεύω, θωπεύω, καταψῶσα αὐτοῦ τὴν κεφαλήν, σε Ηρόδ.· καταψῶν αὐτὸν (τὸν κάνθαρον), ὥσπερ πωλίον, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

καταψάω: гладить, поглаживать, ласкать (τὴν κεφαλήν τινος Her., Plat.; πωλίον Arph.; sc. ἵππον Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-ψάω strelen.